Σήμερα, η οφθαλμολογία έχει σημειώσει εντυπωσιακή πρόοδο τόσο στην εξειδίκευση όσο και στην τεχνολογία που είναι διαθέσιμη για διαγνωστικούς και θεραπευτικούς σκοπούς.
Οι διαγνωστικές δυνατότητες της οφθαλμολογίας μπορούν να προλάβουν πολλά προβλήματα πριν αυτά εξελιχθούν σε καταστροφικές καταστάσεις.
Ορισμένες οφθαλμικές παθήσεις μπορεί να υπάρχουν χωρίς να προκαλούν αντιληπτά συμπτώματα. Μερικές από αυτές τις περιπτώσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, γι’ αυτό είναι απαραίτητος ο οφθαλμολογικός έλεγχος από τα πρώτα χρόνια της ζωής του ανθρώπου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα νεογνά πρέπει να εξετάζονται από τον οφθαλμίατρο ή τον ειδικό παιδοφθαλμίατρο για την έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση τυχόν οπτικού προβλήματος. Η εξέταση αυτή γίνεται κυρίως για να αποχαρακτηριστούν κάποια σπάνια μεν, αλλά σημαντικά προβλήματα που μπορεί να παρουσιαστούν στα μάτια, όπως συγγενής καταρράκτης, συγγενές γλαύκωμα, μικρόφθαλμος κπλ.
Στη συνέχεια, κατά το 5ο έτος της ηλικίας του παιδιού μπορεί να διαγνωσθεί τυχόν αμβλυωπία ή αυτό που ονομάζουμε κοινά «τεμπέλικο μάτι». Εαν διαγνωσθεί νωρίς, μπορεί να ιαθεί, ενώ στην αντίθετη περίπτωση ενδέχεται να αφήσει μόνιμο πρόβλημα. Ένα δεύτερο βήμα εξακρίβωσης της λειτουργίας των ματιών είναι ο στραβισμός, δηλαδή η κακή συνεργασία των δύο ματιών στην αντίληψη των οπτικών ερεθισμάτων. Αυτό φυσικά γίνεται εύκολα αντιληπτό από τους γονείς και είναι απολύτως αναγκαίο από τους γονείς να επισκεφθούν τον οφθαλμίατρο.
Κάτι επίσης πολύ ανησυχητικό, είναι η πτώση του βλεφάρου. Όταν αυτό συμβαίνει στο ένα από τα δύο μάτια και δεν καλύπτει την κόρη του ματιού, είναι κάτι που συνήθως περνάει με την πάροδο της ηλικίας ή καλυτερεύει σημαντικά. Στην περίπτωση όμως που η πτώση βλεφάρου καλύπτει την κόρη του ματιού, υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί σημαντική βλάβη στο οπτικό σύστημα του παιδιού και πρέπει να αντιμετωπιστεί εγκαίρως.
Το τρίτο και πιο σοβαρό βήμα είναι η εξέταση για την στερεοσκοπική όραση του παιδιού, δηλαδή η οπτική ικανότητα διαχωρισμού του βάθους.
Στην σχολική ηλικία μας ενδιαφέρει η διάγνωση της καλής οπτικής λειτουργίας του παιδιού διότι μπορεί να δώσει απαντήσεις στην δυσκολία γραφής ή ανάγνωσης.
Με την πάροδο του χρόνου οι επισκέψεις στον οφθαλμίατρο γίνονται κατά βούληση κυρίως από άτομα που χρειάζονται γυαλιά.
Ωστόσο οι δραστηριότητες των μαθητών και κυρίως το διάβασμα δεν μεταβάλλουν την διαθλαστική κατάσταση. Φαίνεται η μυωπία να περνά υπό μορφή κληρονομικότητας, κάτι όμως το οποίο δεν είναι απόλυτο.
Η αποκατάσταση της οπτικής δυσλειτουργίας μυωπίας, υπερμετρωπίας και αστιγματισμού δεν μπορεί να διορθωθεί σήμερα, με καμία μέθοδο σε παιδιά προσχολικής ή σχολικής ηλικίας. Η μόνη αντιμετώπιση σε αυτές τις ηλικίες είναι η εφαρμογή γυαλιών.
Η μυωπία, υπερμετρωπία και αστιγματισμός μπορούν να διορθωθούν από τον χειρουργό οφθαλμίατρο, μετά από τις κατάλληλες τεχνικές μετρήσεις μετά την ηλικία των 18 ετών και αφού είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι το διαθλαστικό πρόβλημα έχει σταθεροποιηθεί.
Η χώρα μας έχει πολλαπλά κέντρα με πολύ καταρτισμένους χειρουργούς και έχει πρωτοστατήσει διεθνώς σε καινοτομίες αυτής της τεχνικής.
Γι’αυτό λοιπόν συμβουλευτείτε τον οφθαλμίατρό σας για την βελτίωση στην ποιότητα ζωής.