Η παρακεταμόλη και η ιβουπροφαίνη είναι δύο από τα πιο διαδεδομένα φάρμακα που βρίσκονται σχεδόν σε κάθε φαρμακείο σπιτιού. Παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιούνται συχνά για παρόμοια συμπτώματα, όπως ο πόνος ή ο πυρετός, έχουν διαφορετικό μηχανισμό δράσης και ενδείξεις, γι’ αυτό είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πότε να επιλέγουμε το καθένα.
Η παρακεταμόλη είναι αναλγητικό και αντιπυρετικό. Χρησιμοποιείται κυρίως για την ανακούφιση από πονοκεφάλους, μυαλγίες, πυρετό, κρυολόγημα και πυρετική γρίπη. Δεν έχει ισχυρή αντιφλεγμονώδη δράση, γι’ αυτό δεν είναι η πρώτη επιλογή σε φλεγμονώδεις καταστάσεις, όπως η αρθρίτιδα. Είναι γενικά ασφαλής όταν λαμβάνεται στη σωστή δόση, αλλά η υπερβολική χρήση της μπορεί να προκαλέσει σοβαρή ηπατική βλάβη. Για τον λόγο αυτό, είναι σημαντικό να μην ξεπερνάμε τη μέγιστη ημερήσια δόση (συνήθως 3–4 γραμμάρια για ενήλικες).
Η ιβουπροφαίνη, από την άλλη πλευρά, ανήκει στα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ). Εκτός από αναλγητική και αντιπυρετική δράση, έχει και ισχυρή αντιφλεγμονώδη ιδιότητα. Είναι αποτελεσματική σε περιπτώσεις φλεγμονής των αρθρώσεων, οδοντικού πόνου, μυοσκελετικών τραυματισμών ή πόνου περιόδου. Ωστόσο, μπορεί να ερεθίσει το στομάχι και να αυξήσει τον κίνδυνο γαστρικών ελκών, ενώ αντενδείκνυται σε άτομα με σοβαρά καρδιολογικά, νεφρικά ή γαστρεντερικά προβλήματα.
Σε κάποιες περιπτώσεις, οι γιατροί μπορεί να συστήσουν εναλλαγή παρακεταμόλης και ιβουπροφαίνης, ώστε να ελέγξουν καλύτερα τον πόνο ή τον πυρετό χωρίς υπερβολική χρήση του ενός φαρμάκου. Παρ’ όλα αυτά, η λήψη τους πρέπει πάντα να γίνεται με προσοχή, τηρώντας τις οδηγίες της ετικέτας ή του γιατρού.
Συμπερασματικά, η παρακεταμόλη είναι η ασφαλέστερη επιλογή για απλό πυρετό ή πονοκέφαλο, ειδικά σε παιδιά και άτομα με ευαίσθητο στομάχι, ενώ η ιβουπροφαίνη είναι προτιμότερη όταν ο πόνος συνοδεύεται από φλεγμονή. Σε κάθε περίπτωση, η σωστή καθοδήγηση από γιατρό ή φαρμακοποιό εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της αγωγής.