Η λήψη ορισμένων φαρμάκων, ακόμη και κοινών σκευασμάτων, μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες στα μάτια και να επηρεάσει προσωρινά ή μακροπρόθεσμα την όραση. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι οι ασθενείς πρέπει να γνωρίζουν τα πιθανά συμπτώματα και να ενημερώνουν τον οφθαλμίατρό τους για κάθε αλλαγή που παρατηρούν.
Ανάμεσα στα φάρμακα που μπορεί να επηρεάσουν την όραση περιλαμβάνονται τα κορτικοστεροειδή, τα οποία χρησιμοποιούνται για φλεγμονές, αλλεργίες ή αυτοάνοσα νοσήματα. Η μακροχρόνια χρήση τους συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης γλαυκώματος και καταρράκτη, ενώ μπορεί να προκαλέσει και αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση. Παράλληλα, φάρμακα για την υπέρταση ή την καρδιακή ανεπάρκεια, όπως οι β-αναστολείς, ενδέχεται να οδηγήσουν σε ξηροφθαλμία ή διαταραχές προσαρμογής στο σκοτάδι.
Ορισμένα αντικαταθλιπτικά και αγχολυτικά μπορεί να προκαλέσουν θολή όραση ή δυσκολία εστίασης, εξαιτίας της επίδρασής τους στο νευρικό σύστημα. Αντίστοιχα, φάρμακα για τον διαβήτη, όπως η ινσουλίνη ή τα αντιδιαβητικά δισκία, μπορεί να επηρεάσουν προσωρινά την όραση, ιδιαίτερα όταν μεταβάλλονται τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Επίσης, η ισοτρετινοΐνη, που χρησιμοποιείται για την ακμή, έχει συνδεθεί με ξηροφθαλμία και αυξημένη ευαισθησία στο φως.
Οι ειδικοί συνιστούν σε όσους λαμβάνουν μακροχρόνια αγωγή να κάνουν τακτικούς οφθαλμολογικούς ελέγχους, τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, ή πιο συχνά αν παρατηρηθούν συμπτώματα όπως: θολή ή διπλή όραση, μειωμένη αντίληψη χρωμάτων, πόνος στα μάτια ή αιφνίδιες «λάμψεις» φωτός.
Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να διακόπτεται απότομα η φαρμακευτική αγωγή χωρίς τη συμβουλή του γιατρού. Αντίθετα, η άμεση ενημέρωση του θεράποντος ιατρού μπορεί να οδηγήσει σε προσαρμογή της δόσης ή αλλαγή του φαρμάκου.
Η φροντίδα της όρασης είναι εξίσου σημαντική με τη φροντίδα της γενικής υγείας. Η έγκαιρη αναγνώριση των παρενεργειών προστατεύει όχι μόνο τα μάτια, αλλά και την ποιότητα ζωής του ασθενούς.



