Η ήπια έκπτωση της μνήμης σε ηλικίες κάτω των 50 ετών θεωρούνταν μέχρι πρόσφατα σπάνιο φαινόμενο ή απλώς συνέπεια του άγχους και της πίεσης της καθημερινότητας. Ωστόσο, νέα επιστημονική έρευνα φέρνει στο φως έναν διαφορετικό, συχνό αλλά σχετικά άγνωστο παράγοντα που φαίνεται να επηρεάζει τη μνήμη και τη γνωστική λειτουργία από τη μέση ηλικία: το χρόνιο πρόβλημα ύπνου.
Σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης που δημοσιεύτηκε στο Nature Aging, η ανεπαρκής ή κακής ποιότητας νυχτερινή ανάπαυση συνδέεται με επιταχυνόμενη γήρανση του εγκεφάλου. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι άτομα γύρω στα 45 που κοιμούνταν συστηματικά λιγότερο από 6 ώρες ανά νύχτα παρουσίαζαν μικρότερη πυκνότητα φαιάς ουσίας σε περιοχές που σχετίζονται με τη μνήμη, τη συγκέντρωση και τη λήψη αποφάσεων.
Η έλλειψη ύπνου δεν επιδρά μόνο μέσω της κόπωσης. Προκαλεί συσσώρευση τοξικών πρωτεϊνών στον εγκέφαλο, όπως η βήτα-αμυλοειδής, η οποία έχει συνδεθεί με τη νόσο Αλτσχάιμερ. Παράλληλα, επηρεάζει τη ρύθμιση της κορτιζόλης — της ορμόνης του στρες — και διαταράσσει τη φυσιολογική διαδικασία αποθήκευσης των αναμνήσεων που πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του βαθύ ύπνου.
Η μελέτη καταρρίπτει τον μύθο ότι «λίγες ώρες ύπνου αρκούν» και επισημαίνει πως η ποιοτική ξεκούραση είναι ζωτικής σημασίας για τη γνωστική υγεία. Οι ειδικοί συνιστούν τουλάχιστον 7-8 ώρες συνεχόμενου ύπνου κάθε βράδυ, σταθερό ωράριο ύπνου και αποφυγή οθονών πριν την κατάκλιση.
Ενδιαφέρον έχει ότι η γνωστική βελτίωση μπορεί να ξεκινήσει άμεσα: άτομα που βελτίωσαν τις συνήθειες ύπνου τους εμφάνισαν σαφή αύξηση στη συγκέντρωση και τη βραχυπρόθεσμη μνήμη μέσα σε μόλις δύο εβδομάδες.
Το συμπέρασμα των επιστημόνων είναι σαφές: αν νιώθετε «θολούρα» στη σκέψη ή ξεχνάτε πιο εύκολα από ό,τι παλιά, ίσως δεν φταίει η ηλικία — αλλά ο ύπνος. Ο εγκέφαλος, όπως και το σώμα, χρειάζεται ξεκούραση για να αναγεννηθεί και να διατηρήσει τη διαύγειά του.



