Ο ύπνος είναι μια βασική λειτουργία του οργανισμού, απαραίτητη για την ψυχική και σωματική μας υγεία. Όλο και περισσότερες επιστημονικές μελέτες αναδεικνύουν τη στενή σχέση ανάμεσα στη διάρκεια του ύπνου και την καρδιαγγειακή υγεία. Το ερώτημα που τίθεται είναι: πόσες ώρες ύπνου την ημέρα θεωρούνται ιδανικές και πότε ο ύπνος –είτε λιγότερος είτε περισσότερος– μπορεί να συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο για την καρδιά;
Οι ειδικοί συμφωνούν ότι 7 έως 8 ώρες ύπνου κάθε βράδυ αποτελούν τη χρυσή τομή για την πλειονότητα των ενηλίκων. Ύπνος μικρότερος των 6 ωρών έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο υπέρτασης, αρρυθμιών, αθηροσκλήρωσης και εμφράγματος. Το ίδιο όμως ισχύει και για τον υπερβολικό ύπνο, άνω των 9 ωρών, ο οποίος επίσης φαίνεται να σχετίζεται με δυσμενείς καρδιοαγγειακές επιπτώσεις.
Ο ανεπαρκής ύπνος προκαλεί διαταραχές στις ορμόνες του στρες, οδηγεί σε αυξημένη αρτηριακή πίεση και συμβάλλει στην αντίσταση στην ινσουλίνη. Παράλληλα, ενισχύει την εμφάνιση φλεγμονών στον οργανισμό, ένας βασικός παράγοντας που επιβαρύνει τα αγγεία και την καρδιά. Από την άλλη πλευρά, ο παρατεταμένος ύπνος μπορεί να συνδέεται με μειωμένη φυσική δραστηριότητα, κακή ποιότητα ύπνου ή και υποκείμενες παθήσεις, όπως η κατάθλιψη ή το μεταβολικό σύνδρομο.
Αξίζει να σημειωθεί πως η ποιότητα του ύπνου παίζει εξίσου σημαντικό ρόλο με τη διάρκειά του. Διακεκομμένος ή ανήσυχος ύπνος, όπως συμβαίνει στη χρόνια αϋπνία ή στην υπνική άπνοια, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο καρδιακών νοσημάτων, ακόμα και όταν η συνολική διάρκεια ύπνου είναι επαρκής.
Η υιοθέτηση σταθερού προγράμματος ύπνου, η αποφυγή ηλεκτρονικών συσκευών πριν τον ύπνο και η φροντίδα για ένα ήσυχο, σκοτεινό περιβάλλον ύπνου είναι βασικά βήματα για τη διατήρηση καλής καρδιοαγγειακής υγείας.