Η μαστογραφία αποτελεί το βασικότερο εργαλείο για την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του μαστού. Πολλές γυναίκες, ωστόσο, ανησυχούν για την ακτινοβολία που δέχονται κατά την εξέταση και αναρωτιούνται αν μπορεί να βλάψει την υγεία τους.
Στην πραγματικότητα, η δόση ακτινοβολίας που εκπέμπει μια σύγχρονη μαστογραφία είναι εξαιρετικά χαμηλή. Υπολογίζεται ότι αντιστοιχεί περίπου στην ακτινοβολία που δέχεται μια γυναίκα από το φυσικό περιβάλλον σε διάστημα δύο με τριών μηνών. Για να γίνει πιο κατανοητό, η ακτινοβολία από μια μαστογραφία είναι πολύ μικρότερη σε σύγκριση με άλλες ιατρικές απεικονιστικές εξετάσεις, όπως η αξονική τομογραφία.
Ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου λόγω της ακτινοβολίας από μαστογραφία θεωρείται εξαιρετικά χαμηλός, σχεδόν αμελητέος. Σύμφωνα με διεθνείς οργανισμούς, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία, τα οφέλη της έγκαιρης διάγνωσης υπερτερούν κατά πολύ οποιουδήποτε θεωρητικού κινδύνου. Η έγκαιρη ανίχνευση μπορεί να σώσει ζωές, καθώς ο καρκίνος του μαστού σε αρχικό στάδιο είναι πολύ πιο θεραπεύσιμος.
Επιπλέον, η τεχνολογία της μαστογραφίας έχει εξελιχθεί σημαντικά. Οι ψηφιακές μαστογραφίες και οι τομοσυνθέσεις (3D μαστογραφία) παρέχουν υψηλής ανάλυσης εικόνες με ακόμη χαμηλότερη δόση ακτινοβολίας, μειώνοντας περαιτέρω τον κίνδυνο.
Αν και η εξέταση θεωρείται ασφαλής, δεν σημαίνει ότι όλες οι γυναίκες χρειάζεται να την κάνουν στον ίδιο ρυθμό. Οι περισσότερες ιατρικές εταιρείες συστήνουν την έναρξη του προληπτικού ελέγχου μεταξύ 40 και 50 ετών, ανάλογα με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό. Σε γυναίκες υψηλού κινδύνου, όπως όσες έχουν κληρονομικές μεταλλάξεις (π.χ. BRCA1/2), ο γιατρός μπορεί να προτείνει πιο συχνούς ελέγχους ή εναλλακτικές απεικονιστικές μεθόδους, όπως η μαγνητική μαστογραφία.
Συμπερασματικά, η ακτινοβολία από τη μαστογραφία είναι χαμηλή και οι πιθανές βλάβες αμελητέες, ενώ τα οφέλη της πρόληψης και της έγκαιρης διάγνωσης είναι ανυπολόγιστα μεγαλύτερα.