Σχεδόν το 6% του πληθυσμού στην Ελλάδα πάσχει από άσθμα

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΔΥ, περίπου το 5,8% του πληθυσμού της Ελλάδας πάσχει από άσθμα.

Το άσθμα είναι μια ποικιλόμορφη νόσος που χαρακτηρίζεται από φλεγμονή και στένωση των αεραγωγών των πνευμόνων, με άγνωστες κυρίως αιτίες, που οδηγεί σε δυσκολία στην αναπνοή. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν βήχα, συριγμό, δυσκολία στην αναπνοή και αίσθημα σφιξίματος στο στήθος, και μπορούν να διαφέρουν σε ένταση και διάρκεια με την πάροδο του χρόνου. Αυτές οι μεταβολές συχνά επηρεάζονται από παράγοντες όπως η σωματική άσκηση, η έκθεση σε αλλεργιογόνα, οι καιρικές συνθήκες ή οι ιογενείς αναπνευστικές λοιμώξεις.

Το άσθμα σήμερα θεωρείται μια χρόνια φλεγμονώδης νόσος που με την κατάλληλη ιατρική καθοδήγηση και θεραπεία μπορεί να ελεγχθεί σχεδόν πλήρως και οι πάσχοντες να έχουν μια φυσιολογική ζωή. Ωστόσο, κυβερνήσεις και συστήματα υγείας αντιμετωπίζουν τεράστιο άμεσο (επισκέψεις στα ΤΕΠ/πνευμονολογικά ιατρεία, εισαγωγές στο νοσοκομείο, διαγνωστικές εξετάσεις, φαρμακευτική αγωγή) και έμμεσο (απώλεια/μείωση παραγωγικότητας, χαμένες ημέρες εργασίας, σχολείου ή σπουδών) κόστος, με σοβαρές επιπτώσεις στη μακρο-οικονομία τους εξαιτίας των δαπανών για τη φροντίδα της υγείας, της απώλειας της παραγωγικότητας ή την υποστήριξη της πιθανής ανικανότητας-αναπηρίας.

Επιδημιολογικά Δεδομένα

Η συχνότητα του άσθματος διεθνώς κυμαίνεται από 1 έως 29%. Το 2019, η νόσος επηρέασε 262 εκατομμύρια ανθρώπους και προκάλεσε 455.000 θανάτους, που μεταφράζεται σε περίπου 1.000 θανάτους κάθε ημέρα. Το άσθμα διαγιγνώσκεται σε ανθρώπους κάθε φυλής χωρίς καμία διάκριση όσον αφορά στο φύλο ή την ηλικία του ατόμου. Πρόκειται για την πιο συχνή χρόνια μη μεταδοτική νόσο στην παιδική ηλικία. Οι χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος επωμίζονται σε μεγαλύτερο βαθμό τις συνέπειες της νόσου καθώς σε αυτές εμφανίζονται τα πιο σοβαρά περιστατικά άσθματος και η ανεπαρκής διάγνωση και η ελλιπής θεραπεία παραμένουν συνεχιζόμενες προκλήσεις.

Όσον αφορά στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 2019 λίγο πάνω από 6% του πληθυσμού τους υπέφερε από άσθμα. Στην Ελλάδα, το ίδιο έτος εκτιμάται ότι γύρω στο 5,8% του ελληνικού πληθυσμού νοσούσε από άσθμα.
Παράγοντες Κινδύνου

Επιστημονικές μελέτες έχουν διαχρονικά συνδέσει συγκεκριμένους γενετικούς, περιβαλλοντικούς και επαγγελματικούς παράγοντες με την εμφάνισή της νόσου. Όπως αναφέρει ο ΕΟΔΥ, ορισμένοι από αυτούς είναι:

  • Το οικογενειακό ιστορικό άσθματος. Τα άτομα που έχουν μέλος της οικογένειας και ιδιαίτερα στενό συγγενή όπως έναν γονέα ή αδελφό/ή με άσθμα, είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν άσθμα.
  • Η έκθεση σε περιβαλλοντικές αλλεργιογόνες και ερεθιστικές ουσίες, συμπεριλαμβανομένης της έκθεσης σε ατμοσφαιρική ρύπανση σε εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους (όπως η έκθεση στον καπνό του τσιγάρου), σε ακάρεα οικιακής σκόνης, μούχλα και επαγγελματική έκθεση σε χημικές ουσίες, αναθυμιάσεις και σκόνη.
  • Οι ιογενείς λοιμώξεις του αναπνευστικού στην πρώιμη ζωή. Για τα άτομα που εμφανίζουν άσθμα, οι μεταγενέστερες λοιμώξεις του αναπνευστικού τα καθιστούν πιο ευαίσθητα σε περιβαλλοντικούς παράγοντες και κρίσεις άσθματος.
  • Το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία. Τα παιδιά και οι ενήλικες που είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο άσθματος.

Η απόκριση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την αντιμετώπιση της νόσου

Η Παγκόσμια Συμμαχία κατά των Χρόνιων Αναπνευστικών Νόσων (Global Alliance against Chronic Respiratory Diseases, GARD) με όραμα “έναν κόσμο όπου όλοι οι άνθρωποι αναπνέουν ελεύθερα” έθεσε μέσω της 53ης Παγκόσμιας Συνέλευσης Υγείας την πρόληψη και τον έλεγχο των Χρόνιων Αναπνευστικών Νοσημάτων (άσθμα και χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια) στους 4 πρώτους στόχους- προτεραιότητες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Το άσθμα περιλαμβάνεται στο Παγκόσμιο Σχέδιο Δράσης του Π.Ο.Υ. για την Πρόληψη και τον Έλεγχο των Μη Μεταδοτικών Νοσημάτων (ΜΜΝ) αλλά και στην Ατζέντα των Ηνωμένων Εθνών 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη.

Οι βασικές παρεμβάσεις του Π.Ο.Υ. για την πρόληψη των ΜΜΝ στοχεύουν στη βελτίωση της διαχείρισης των χρόνιων αναπνευστικών νοσημάτων στις υπηρεσίες παροχής πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και σε περιβάλλοντα με χαμηλούς πόρους. Τα πρωτόκολλά του αφορούν στην ανίχνευση, την έγκαιρη διάγνωση και τη θεραπεία των χρόνιων αναπνευστικών νοσημάτων καθώς και τη συμβουλευτική σχετικά με την υιοθέτηση υγιεινών συνηθειών ζωής όπως η διακοπή του καπνίσματος, η ενίσχυση της αυτό-επαγρύπνησης/αυτό-φροντίδας και η συνέπεια στη λήψη της φαρμακευτικής αγωγής.

Μοιραστείτε την ανάρτηση::