Το σύνδρομο Cushing περιγράφει μια ομάδα νοσημάτων όπου παρατηρείται υπερβολική παραγωγή κορτιζόλης στον οργανισμό, η οποία είναι μια ορμόνη που απελευθερώνεται κατά κύριο λόγο σε καταστάσεις άγχους και στρες.
Η κορτιζόλη παράγεται από τους δύο μικρούς αδένες στην κορυφή των νεφρών, καθώς και από την υπόφυση και τον υποθάλαμο στον εγκέφαλο. Είναι απαραίτητη για τη ρύθμιση πολλών λειτουργιών του σώματος, όπως η αναπνοή, η πίεση του αίματος, ο καρδιακός ρυθμός, η ρύθμιση της γλυκόζης, η αντιμετώπιση της φλεγμονής, η μυϊκή λειτουργία και άλλες βιολογικές διεργασίες.
Όταν όμως τα επίπεδα της κορτιζόλης στο αίμα είναι πάνω από το φυσιολογικό, οι άνθρωποι διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να υποστούν κατάγματα και δυσκαμψία των αρτηριών, η οποία αποτελεί παράγοντα καρδιαγγειακών παθήσεων.
Οι επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Kyushu της Ιαπωνίας θέλησαν να διαπιστώσουν εάν η γνωστή αρνητική σχέση κορτιζόλης και άξονα οστών-αγγείων αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης προβλημάτων υγείας που σχετίζονται με τα οστά ή τα αιμοφόρα αγγεία σε άτομα με Cushing.
Στη μελέτη τους συμπεριέλαβαν 194 άτομα, το 50% των οποίων είχαν υπερβολικά επίπεδα κορτιζόλης. Μεταξύ αυτών υπήρχαν και 17 άτομα με εμφανές σύνδρομο Cushing και 80 με υποκλινικό σύνδρομο Cushing (αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης, αλλά χωρίς εμφανή συμπτώματα της νόσου). Όλοι είχαν όγκους στα επινεφρίδια. Οι υπόλοιποι, που αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου, είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά με την πρώτη ομάδα, όγκους στα επινεφρίδια, αλλά τα επίπεδα κορτιζόλης ήταν φυσιολογικά.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι ασθενείς με Cushing είχαν υψηλότερα ποσοστά σπονδυλικών καταγμάτων (49% έναντι 8%), καθώς και αισθητά χαμηλότερη πυκνότητα σε αρκετά οστά, αν και οι ενδείξεις οστικής απώλειας ήταν σπάνια και στις δύο ομάδες. Επίσης, παρουσίαζαν αρτηριακή δυσκαμψία (37% έναντι 21%) ή ασβεστοποίηση της κοιλιακής αορτής (32% έναντι 15%).
Υψηλότερες πιθανότητες εμφάνισης του συνδρόμου έχουν οι άνθρωποι μέχρι 50 ετών, περιλαμβανομένων των παιδιών και των εφήβων και οι γυναίκες σε αναλογία 7 προς 10.
Η υπερκορτιζολαιμία ανεξαρτήτως αιτίας μπορεί να προκαλέσει αύξηση του σωματικού βάρους, θρόμβωση, καρδιακή προσβολή, υπέρταση, διαβήτη τύπου 2, λοιμώξεις, κ.ά. ενώ εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία μπορεί να αποβεί μοιραία.