Σε μια εποχή που όλα πια γίνονται μέσα από ένα κινητό τηλέφωνο, οι διαφημίσεις έχουν κατακλείσει τα social media εκμεταλλευόμενες τη δύναμή τους. Αυτό ακριβώς κάνουν και οι βιομηχανίες τροφίμων, οι οποίες λανσάρουν διάφορα “εδέσματα” με στόχο τις πωλήσεις. Κι όμως, οι ειδικοί επισημαίνουν βασιζόμενοι στα αποτελέσματα έρευνας ότι μέρος του περιεχομένου που σχετίζεται με τρόφιμα μπορεί να έχει επιβλαβείς επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των χρηστών. Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στο περιοδικό Appetite. Για τις ανάγκες της μελέτης, οι ερευνητές κατέγραψαν τις απαντήσεις μια ομάδας 63 νεαρών ενηλίκων, από 18-24 ετών, οι οποίοι παρακολούθησαν ανά ομάδες μια τυπική ροή αναρτήσεων στο Instagram και αντίστοιχα μια ελεγχόμενη σειρά δημοσιεύσεων οι οποίες περιείχαν εικόνες «πρόχειρου φαγητού».
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι εκείνοι που παρακολούθησαν τις αναρτήσεις της επιλεγμένης κατηγορίας τροφίμων, ένιωσαν γρήγορα λαχτάρα για κατανάλωση αλμυρών και λιπαρών σνακ. Ταυτόχρονα όμως οι συμμετέχοντες δήλωναν απροσδόκητα ότι παράλληλα βίωναν αισθήματα άγχους, λύπης και εξάντλησης.
Τι λένε οι ειδικοί
«Η συνεχής έκθεση σε διαφημίσεις τροφίμων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σίγουρα μπορεί να επηρεάσει την αντίληψη και τη σχέση μας με το φαγητό», επισημαίνει η Δρ Nicole Avena, σύμβουλος διατροφής και επίκουρη Καθηγήτρια Νευροεπιστημών στο Mount Sinai School of Medicine.
«Παρακολουθώντας την αγαπημένη μας διασημότητα να απολαμβάνει ένα συγκεκριμένο “πρόχειρο” φαγητό μέσω μιας πληρωμένης διαφήμισης, είναι ένας παράγοντας που μπορεί να μας ωθήσει σε παρόμοιες διατροφικές επιλογές. Και αυτό λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο αν δούμε τον αγαπημένο μας influencer να απολαμβάνει υγιεινές και θρεπτικές τροφές επηρεάζοντας μας ανάλογα», προσθέτει η Δρ Avena.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν όντως να επηρεάσουν τη σχέση μας με το φαγητό μέσω σύγκρισης, παρά το γεγονός ότι αναρτήσεις αυτού του τύπου δεν έχουν ρεαλιστικό περιεχόμενο συνήθως και δεν αναπαριστούν στιγμές μιας πραγματικής ζωής.
Στο σημείο αυτό η Δρ Avena επισημαίνει πως «για τους χρήστες των μέσων αυτών, η σύγκριση ανάμεσα σε αυτό που έχουν στο πιάτο τους σε σχέση με το περιεχόμενο που βλέπουν στο τραπέζι εκείνων που ακολουθούν στις κοινωνικές πλατφόρμες, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη σχέση τους με το φαγητό, ακόμη και να δημιουργήσει αρνητικές σκέψεις για την εικόνα που έχουν για το σώμα τους».
Και μάλιστα, όσο περισσότερο εκτίθεται κάποιος από εμάς σε συγκεκριμένους τύπους περιεχομένου, τόσο μεγαλύτερος μπορεί τελικά να είναι ο ψυχολογικός αντίκτυπος.
Η «τέλεια» πραγματικότητα
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να είναι ένα αδιάκοπο «ρόλερ κόστερ» όπου συνταγές διανθισμένες με όμορφα εφέ και ωραία μουσική μας πείθουν να δοκιμάσουμε κάτι νέο ή ένας ακόμα «ειδικός φυσικής κατάστασης» -που στην πραγματικότητα ίσως δεν έχει την παραμικρή τεχνογνωσία- μοιράζεται πρόθυμα τα «μυστικά» του μαζί μας.
Η συνεχής έκθεση σε τέτοια ερεθίσματα τελικά κάνει πιο ισχυρή την πιθανότητα να επηρεαστεί η διατροφική μας -και όχι μόνο- καθημερινότητα, σύμφωνα με την Δρ Uma Naidoo, διατροφολόγο, επαγγελματία σεφ και συγγραφέα.
Η αυθόρμητη αντίδραση μας σε τέτοιες αναρτήσεις κρύβει έναν ολόκληρο μηχανισμό πίσω της. Όπως εξηγεί η Δρ Mireille Serlie, Καθηγήτρια Ιατρικής στο Yale School of Medicine, τα οπτικά ερεθίσματα που δείχνουν τροφή, προκαλούν απόκριση ντοπαμίνης σε περιοχές του εγκεφάλου μας που ελέγχουν τις ορμόνες «ανταμοιβής». «Ορισμένα τρόφιμα προκαλούν ισχυρότερη αντίδραση από άλλα», προσθέτει.
Έχει αποδειχθεί ότι οι εικόνες τροφών με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά και ζάχαρη οδηγούν σε υψηλότερη απόκριση ντοπαμίνης και σε εντονότερη εγκεφαλική δραστηριότητα σε περιοχές ανταμοιβής.
Η ένταση αυτής της απόκρισης προσβλέπει στην κατανάλωση τροφής. Όμως, όσο περισσότερο υποκύπτουμε στην επιλογή ανθυγιεινών τροφίμων, τόσο περισσότερο είναι πιθανό να επηρεάσουμε την «καλωδίωση» του εγκεφάλου μας και να οδηγηθούμε σε ακόμα μεγαλύτερη λαχτάρα για τέτοιο φαγητό, σημειώνει η Δρ Serlie.
Η επιστήμη της διαφήμισης
Στις διαφημίσεις τροφίμων ο στόχος είναι το προϊόν να φαίνεται ελκυστικό και νόστιμο ώστε να οδηγήσει στην επιθυμία για αγορά και κατανάλωση. Οι εταιρείες τροφίμων χρησιμοποιούν συχνά τεχνικές μάρκετινγκ που βασίζονται σε τεχνικές ψυχολογικής χειραγώγησης ώστε να οδηγηθούν οι καταναλωτές σε συγκεκριμένες διατροφικές επιλογές.
Αποκωδικοποιώντας αυτές τις τεχνικές, οι επιστήμονες εξηγούν πώς μια ανάρτηση με λαχταριστό junk food μπορεί να ενεργοποιήσει το σύστημα ντοπαμίνης στον εγκέφαλο, το οποίο με την σειρά του θα προκαλέσει άμεσα συναισθήματα ευχαρίστησης. Για παράδειγμα, όταν ένα σακουλάκι με τσιπς εμφανιστεί στη ροή των αναρτήσεων που παρακολουθούμε μπορεί να αυξήσει τη λαχτάρα για πατατάκια ακριβώς επειδή ο εγκέφαλος μας έχει συνδέσει την κατανάλωση αυτού του τροφίμου με την συγκεκριμένη αίσθηση.
Οι επιστήμονες, διευκρινίζουν επίσης ότι συνυπάρχουν πολλοί ακόμα παράγοντες που εξηγούν γιατί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να μας επηρεάσουν συναισθηματικά.
«Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι πολλές βασικές ανθρώπινες συμπεριφορές πηγάζουν από την επιθυμία για επιβίωση» τονίζει η Δρ Naidoo.
και καταλήγει λέγοντας: «Καθώς παρακολουθούμε ελκυστικά τρόφιμα, προϊόντα και ανθρώπους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το πιο ασυνείδητο ένστικτο είναι να θέλουμε να τους μοιάσουμε και η δυσκολία να γίνει αυτό πραγματικότητα μπορεί να μας οδηγήσει σε αρνητικά συναισθήματα για εκείνους ή τον εαυτό μας».
Χρησιμοποιώντας με σύνεση τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Προτιμήστε να ακολουθείτε λογαριασμούς που παράγουν θετικό περιεχόμενο και προωθούν συναισθήματα αυτοπεποίθησης και κίνητρα για υγιεινές διατροφικές επιλογές, συστήνουν οι γιατροί.
Λογαριασμοί επαγγελματιών διατροφής, γιατρών ακόμα και επαγγελματιών εστίασης, έχουν περισσότερες πιθανότητες να διαθέτουν αξιόπιστο περιεχόμενο σε σχέση με τους υπόλοιπους λογαριασμούς στον αχανή χώρο του διαδικτύου όπου ο καθένας μπορεί ανεξέλεγκτα να είναι ό,τι δηλώσει…