Πολλές έρευνες έχουν προσπαθήσει να εξετάσουν τι ακριβώς συμβαίνει στον εγκέφαλό μας μετά τον θάνατο. Συνήθως, η ώρα θανάτου καταγράφεται σε ένα νοσοκομείο τη στιγμή που η καρδιά παύει να χτυπάει. Θεωρητικά, αυτό σημαίνει ότι το υπόλοιπο σώμα, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου, δεν λαμβάνει πλέον αίμα και δεν μπορεί να λειτουργεί. Ωστόσο, πλήθος μελετών έχει δείξει ότι ο εγκέφαλος μπορεί να παρουσιάσει δραστηριότητα ακόμα και μετά τον θάνατο, εγείροντας ερωτήματα για την ακριβή στιγμή του θανάτου.
Το 2013, επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν διαπίστωσαν ότι μετά τον κλινικό θάνατο αρουραίων, παρατηρήθηκε μια αναλαμπή εγκεφαλικής δραστηριότητας. Αυτή η δραστηριότητα περιλάμβανε ηλεκτρικά σήματα συνείδησης που υπερέβαιναν τα επίπεδα που παρατηρούνται σε ζωντανά ζώα.
«Υποθέσαμε ότι αν μία εμπειρία παραλίγο θανάτου πήγαζε από την εγκεφαλική δραστηριότητα, οι νευρικές συσχετίσεις της συνείδησης θα πρέπει να είναι αναγνωρίσιμες σε ανθρώπους ή ζώα ακόμη και μετά τη διακοπή της εγκεφαλικής ροής αίματος», είπε ο νευρολόγος Jimo Borjigin.
Και αυτό ακριβώς εντόπισαν, με τους αναισθητοποιημένους αρουραίους να εμφανίζουν ένα κύμα υψηλής συγχρονισμένης εγκεφαλικής δραστηριότητας εντός 30 δευτερολέπτων από μια προκληθείσα καρδιακή ανακοπή, σύμφωνα με τα μοτίβα που θα βλέπατε σε έναν εξαιρετικά διεγερμένο εγκέφαλο.
Το φαινόμενο που εντοπίστηκε ήταν μια αποκάλυψη, στο βαθμό που μπορεί να διαψεύσει την ιδέα ότι ακριβώς επειδή η ροή του αίματος έχει σταματήσει ως αποτέλεσμα κλινικού θανάτου, ο εγκέφαλος πρέπει απαραίτητα να καταστεί αδρανής ταυτόχρονα.
Οι περιγραφές ανθρώπων που «άγγιξαν» τον θάνατο
Φυσικά αυτά τα ευρήματα δεν σημαίνουν ότι το ίδιο ισχύει και στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Αν, όμως, οι εγκέφαλοί μας λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, θα μπορούσε να εξηγηθεί η αίσθηση επίγνωσης που αναφέρουν άτομα, που «επανέρχονται στη ζωή» σε ιατρικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.
Η επιστήμονας εντατικής φροντίδας από τον Πανεπιστήμιο Stony Brook, Sam Parnia, δημοσίευσε το 2012 την μεγαλύτερη μελέτη παγκοσμίως που εξέταζε παραλίγο θανάτους και εξωσωματικές εμπειρίες.
Από συνεντεύξεις με πάνω από 100 ασθενείς που επιβίωσαν από καρδιακή ανακοπή, το 46% διατηρούσε μνήμες από τον θάνατό τους, επικεντρωμένες γύρω από κοινά θέματα, όπως δυνατά φώτα, ο φόβος και η οικογένεια.
Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι 2 από τους ασθενείς ήταν ικανοί να ανακαλέσουν γεγονότα σχετικά με την ανάνηψή τους, που συνέβησαν αφότου πέθαναν. Σύμφωνα με τις συμβατικές απόψεις για την επίγνωση πέρα από τον κλινικό θάνατο, αυτό δεν έπρεπε να συμβαίνει.
«Γνωρίζουμε ότι ο εγκέφαλος δεν λειτουργεί όταν η καρδιά σταματάει. Σε αυτήν την περίπτωση, όμως, η ενσυναίσθηση μοιάζει να συνεχίζεται για έως και 3 λεπτά αφότου σταμάτησε η καρδιά, παρόλο που ο εγκέφαλος απενεργοποιείται μέσα σε 20 ή 30 δευτερόλεπτα από τη διακοπή λειτουργίας της καρδιάς» ανέφερε η Parnia στο National Post.
Η ψευδαίσθηση της επίγνωσης
Ακούγεται απίστευτο αλλά αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό το φαινόμενο αναφέρθηκε μόνο στο 2% των ασθενών. Η ίδια η Parnia αργότερα παραδέχτηκε ότι «η πιο εύκολη εξήγηση είναι ότι πιθανότατα πρόκειται για μία ψευδαίσθηση».
Αυτή η ψευδαίσθηση μπορεί να προέρχεται από μία νευρολογική απάντηση στο φυσιολογικό στρες κατά τη διάρκεια καρδιακών περιστατικών. Με άλλα λόγια, μία γνωστική εμπειρία προηγείται – δεν ακολουθεί – τον ίδιο τον κλινικό θάνατο, και αργότερα ο ασθενής το θυμάται αυτό. Αυτό είναι κάτι το οποίο πιστεύουν σε μεγάλο βαθμό στην κοινότητα της νευροεπιστήμης.
«Νομίζω ότι οι εξωσωματικές εμπειρίες έχουν απομυθοποιηθεί, μόνο και μόνο επειδή οι μηχανισμοί που παράγουν όραση και καταγράφουν μνήμες δεν λειτουργούν» είπε στο Vice νωρίτερα μέσα στη χρονιά, ο νευρολόγος Cameron Shaw από το Πανεπιστήμιο Deakin στην Αυστραλία. Σύμφωνα με τον Κάμερον, επειδή η παροχή αίματος του εγκεφάλου αντλείται από κάτω, ο εγκέφαλος θα πέθαινε από την κορυφή προς τα κάτω.
«Η αίσθηση του εαυτού μας, η αίσθηση του χιούμορ μας, η ικανότητά μας να σκεφτόμαστε μπροστά – όλα αυτά γίνονται μέσα στα πρώτα 10 με 20 δευτερόλεπτα», ανέφερε ο Τζούλιαν Μόργκανς στο Vice. «Έπειτα, καθώς το κύμα των εγκεφαλικών κυττάρων που λιμοκτονούν από το αίμα εξαπλώνεται, οι μνήμες και τα γλωσσικά μας κέντρα λιγοστεύουν, μέχρι να μείνουμε μόνο με έναν πυρήνα».
Πολλά αναπάντητα ερωτήματα
Η συγκεκριμένη εξήγηση δεν είναι πολύ ενθαρρυντική. Αξίζει να σημειωθεί, όμως, ότι επίσης δεν συμφωνεί με την εμπειρία των αρουραίων – και οι επιστήμονες εξακολουθούν να βρίσκουν στοιχεία για εκπληκτικές βιολογικές διεργασίες που συνεχίζουν να ευδοκιμούν ακόμη και μέρες μετά τη δήλωση του θανάτου.
Συμπερασματικά, δεν έχουμε απαντήσεις, και ενώ η επιστήμη μας έχει δώσει μερικές για το ποιες μπορεί να είναι οι τελευταίες στιγμές του εγκεφάλου, υπάρχουν τεράστια αναπάντητα ερωτηματικά. Στην τελική, όταν τραβιέται η κουρτίνα, δεν έχουμε πραγματικά καμία ιδέα για το πώς θα νιώσουμε. Το βέβαιο είναι ότι κάποτε θα το μάθουμε όλοι.