Ο όρος «πυκνός μαστός» χρησιμοποιείται για να περιγράψει το στήθος που περιέχει περισσότερο αδενικό και ινώδη ιστό και λιγότερο λίπος. Πρόκειται για μια φυσιολογική κατάσταση, η οποία όμως συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Σύμφωνα με μελέτες, οι γυναίκες με πυκνούς μαστούς έχουν από 1,5 έως και 4 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν καρκίνο συγκριτικά με όσες έχουν λιγότερο πυκνό ιστό.
Ένας από τους βασικούς λόγους που η αυξημένη πυκνότητα θεωρείται επικίνδυνη είναι η δυσκολία στη διάγνωση. Ο πυκνός ιστός μπορεί να «κρύψει» όγκους στις κλασικές μαστογραφίες, καθιστώντας τους καρκίνους δυσδιάκριτους στα αρχικά στάδια. Αυτό συχνά οδηγεί σε καθυστερημένη διάγνωση, όταν η νόσος είναι πιο προχωρημένη και απαιτεί πιο επιθετική θεραπεία.
Η πυκνότητα του μαστού επηρεάζεται από την ηλικία, τις ορμόνες, τον δείκτη μάζας σώματος και τη χρήση ορμονικής θεραπείας. Είναι συχνότερη σε νεότερες γυναίκες, σε όσες δεν έχουν γεννήσει, αλλά και σε γυναίκες που λαμβάνουν ορμονική υποκατάσταση. Παράλληλα, η κληρονομικότητα παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς η δομή του μαστού είναι εν μέρει γενετικά προκαθορισμένη.
Η διεθνής ιατρική κοινότητα συνιστά οι γυναίκες με πυκνούς μαστούς να ενημερώνονται από τον γιατρό τους και να εξετάζουν πρόσθετες μεθόδους ελέγχου, όπως ο υπέρηχος ή η μαγνητική τομογραφία (MRI), οι οποίες μπορούν να εντοπίσουν όγκους που δεν φαίνονται στη μαστογραφία.
Παράλληλα, η πρόληψη παραμένει καθοριστική: υγιεινή διατροφή, διατήρηση φυσιολογικού βάρους, τακτική άσκηση και αποφυγή υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ μπορούν να μειώσουν τον συνολικό κίνδυνο καρκίνου του μαστού. Οι ειδικοί υπογραμμίζουν ότι η έγκαιρη ενημέρωση και η εξατομικευμένη προσέγγιση στον έλεγχο μπορούν να σώσουν ζωές, ιδιαίτερα για τις γυναίκες με αυξημένη μαστική πυκνότητα.