Η κατανάλωση αλκοόλ αποτελεί συχνή συνήθεια σε κοινωνικές εκδηλώσεις, γιορτές ή καθημερινές στιγμές χαλάρωσης. Ωστόσο, η επίδραση του αλκοόλ στα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα μπορεί να είναι σημαντική, ιδιαίτερα για τα άτομα με διαβήτη. Η υπογλυκαιμία, δηλαδή η επικίνδυνη πτώση των επιπέδων σακχάρου, αποτελεί ένα σοβαρό ρίσκο για όσους λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή για τη ρύθμιση της γλυκόζης.
Το αλκοόλ μειώνει τη δυνατότητα του ήπατος να απελευθερώνει γλυκόζη στο αίμα. Συνήθως, το ήπαρ αποθηκεύει γλυκογόνο και το μετατρέπει σε γλυκόζη όταν τα επίπεδα σακχάρου πέφτουν. Όμως, όταν υπάρχει αλκοόλ στο σώμα, αυτή η διαδικασία επιβραδύνεται ή μπλοκάρεται, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται υπογλυκαιμία, ειδικά αρκετές ώρες μετά την κατανάλωση αλκοόλ.
Οι διαβητικοί διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο, καθώς η υπογλυκαιμία μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και αν η πρόσληψη υδατανθράκων ήταν επαρκής. Επιπλέον, τα συμπτώματα υπογλυκαιμίας, όπως ζάλη, εφίδρωση, σύγχυση ή τρέμουλο, συχνά συγχέονται με τα αποτελέσματα του αλκοόλ, γεγονός που δυσκολεύει την έγκαιρη αναγνώρισή της.
Η πρόληψη είναι κρίσιμη. Οι διαβητικοί συνιστάται να καταναλώνουν αλκοόλ μόνο με τροφή, προτιμώντας ποτά με χαμηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη. Η τακτική μέτρηση των επιπέδων γλυκόζης πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την κατανάλωση αλκοόλ είναι απαραίτητη για να αποφευχθεί η υπογλυκαιμία. Επίσης, η ενημέρωση φίλων ή συγγενών για την κατάσταση μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια σε περίπτωση επεισοδίου.
Τέλος, οι διαβητικοί που χρησιμοποιούν ινσουλίνη ή άλλα φάρμακα που μειώνουν τη γλυκόζη πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και να συζητούν με τον γιατρό τους την ασφαλή κατανάλωση αλκοόλ. Η πρόληψη και η σωστή ενημέρωση αποτελούν το κλειδί για την προστασία της υγείας, αποτρέποντας επικίνδυνα επεισόδια υπογλυκαιμίας.



