Και, όμως, η στέβια μπορεί να “πείσει” τον εγκέφαλό μας ότι τρώει ζάχαρη, γι’ αυτό και θεωρείται το ιδανικό υποκατάστατο. Η στέβια είναι ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο, φυτικό γλυκαντικό. Πολλοί ειδικοί την συνιστούν ως υποκατάστατο της ζάχαρης, καθώς είναι γλυκιά, αλλά έχει λιγότερες θερμίδες και ελάχιστες επιπτώσεις στα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα.
Τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία δείχνουν ότι ο εγκέφαλος μπορεί να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ διαφορετικών γλυκαντικών, ωστόσο οι νευρικές διεργασίες που διέπουν αυτή την ικανότητα παραμένουν ελάχιστα κατανοητές. Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Επιστήμης και Τεχνολογίας της Σαγκάης, την Κινεζική Ακαδημία Επιστημών (CAS) και άλλα ινστιτούτα στην Κίνα διεξήγαγαν την έρευνα, με στόχο να εμβαθύνουν στις διεργασίες του εγκεφάλου που σχετίζονται με την κατανάλωση γλυκαντικών.
Η ερευνητική ομάδα ήθελε να δει πώς ανταποκρίθηκε ο εγκέφαλος των ποντικών αφού είχαν καταναλώσει στέβια, ζάχαρη ή ένα από τρία άλλα γλυκαντικά (ξυλιτόλη, γλυκυρριζίνη και μογροσίδες). Στόχος των μελετητών ήταν να διαπιστώσουν πώς οι νευρώνες στον εγκέφαλο των ποντικιών ανταποκρίνονταν στη συνεχή κατανάλωση αυτών των διαφορετικών γλυκαντικών ουσιών, καθώς και αν κάποια από τις γλυκαντικές ουσίες χαμηλών θερμίδων προκαλεί παρόμοιες εγκεφαλικές αντιδράσεις με τη ζάχαρη.
Οι καταγραφές της ομάδας αποκάλυψαν ότι, σε σύγκριση με άλλα υποκατάστατα ζάχαρης, η στέβια προκάλεσε δραστηριότητα στο PVT παρόμοια με εκείνη που προκαλείται από την πρόσληψη ζάχαρης. Αυτό υποδηλώνει ότι η στέβια είναι η πιο «συμβατή με τον εγκέφαλο» μεταξύ των πιο ευρέως χρησιμοποιούμενων εναλλακτικών της ζάχαρης, αντικατοπτρίζοντας περισσότερο την αντιληπτή γεύση της ζάχαρης. «Αυτό υποδηλώνει ότι η στέβια θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι το πιο συμβατό με τον εγκέφαλο υποκατάστατο ζάχαρης. Ως εκ τούτου, στις σχετικές βιομηχανίες τροφίμων και ποτών, η στέβια θα πρέπει να λάβει μεγαλύτερη προσοχή», σχολίασε σχετικά ο δρ. Zhu.
«Η παχυσαρκία αποτελεί μείζον ζήτημα παγκοσμίως και η χρήση γλυκαντικών ουσιών ως υποκατάστατο της σακχαρόζης είναι μια τρέχουσα τάση στη βιομηχανία τροφίμων. Αν και όλα διαθέτουν γλυκύτητα, πολλά υποκατάστατα ζάχαρης έχουν αξιοσημείωτες διαφορές σε σύγκριση με τη σακχαρόζη όταν καταναλώνονται», πρόσθεσε ο ερευνητής. «Είμαστε πολύ ικανοποιημένοι με αυτό το εύρημα. Ευελπιστούμε να διερευνήσουμε εάν τα αποτελέσματά μας επιβεβαιώνονται και στους ανθρώπους», κατέληξε.