Το μεγαλύτερο υψόμετρο όπου κατοικούν άνθρωποι: Τι αντιμετωπίζουν

Έχετε αναρωτηθεί ποτέ πιο είναι μεγαλύτερο υψόμετρο στο οποίο κατοικούν μόνιμα άνθρωποι;

Τελικά, περισσότεροι από 80 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο ζουν τουλάχιστον 2.500 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, κυρίως στη Νότια Αμερική, την Κεντρική Ασία και την Ανατολική Αφρική.

Δύο από τους υψηλότερους μόνιμους οικισμούς είναι:

  • Wenquan στην επαρχία Qinghai της Κίνας: υψόμετρο 4.870 m
  • Korzok στην Ινδία: υψόμετρο: 4.572 m

Ωστόσο, ένα μέρος είναι πάνω από όλα:

Στις Περουβιανές Άνδεις βρίσκεται μια πόλη που έχει το παρατσούκλι “Παράδεισος του Διαβόλου”. Η επίσημη ονομασία της είναι La Rinconada, της οποίας οι 50.000 κάτοικοι ζουν μεταξύ 5.000 m και 5.300 m πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, καθιστώντας την τον υψηλότερο μόνιμο οικισμό στη Γη.

Η ζωή στη Λα Ρινκονάδα είναι εξαιρετικά δύσκολη. Δεν υπάρχει τρεχούμενο νερό, αποχετευτικό σύστημα και αποκομιδή σκουπιδιών. Τα τρόφιμα εισάγονται από περιοχές με χαμηλότερο υψόμετρο και η ηλεκτρική ενέργεια εγκαταστάθηκε στην πόλη μόλις πριν 20 χρόνια.

Η πόλη είναι γνωστή για την εξόρυξη χρυσού, αφού ξεκίνησε ως προσωρινός οικισμός εξόρυξης πριν από περισσότερα από 60 χρόνια. Αλλά το κόστος της αναζήτησης χρυσού είναι ότι οι κάτοικοι πρέπει να ζουν σε ακραίες συνθήκες με έως και την μισή παροχή οξυγόνου που υπάρχει στην ατμόσφαιρα σε επίπεδο θαλάσσης.

Νόσος του βουνού

Αν δεν γεννηθήκατε σε μεγάλο υψόμετρο και τολμούσατε να ζήσετε σε υψόμετρα όπως αυτό της La Rinconada, μια από τις πρώτες αλλαγές που θα παρατηρούσατε είναι ο ρυθμός της αναπνοής και ο καρδιακός σας ρυθμός που θα αυξάνονταν. Αυτό οφείλεται στο ότι υπάρχει λιγότερο οξυγόνο στον αέρα, επομένως οι πνεύμονες και η καρδιά πρέπει να εργαστούν σκληρότερα για να θρέψουν τους ιστούς.

Από τα 4.500 μέτρα και πάνω η ίδια αναπνοή αέρα που παίρνετε εδώ [στο επίπεδο της θάλασσας] έχει περίπου το 60% των μορίων οξυγόνου, επομένως αυτό είναι ένα μεγάλο στρες στον οργανισμό”, δήλωσε η Cynthia Beall, επίτιμη καθηγήτρια Ανθρωπολογίας στο πανεπιστήμιο Case Western Reserve του Οχάιο.

Στην αρχή, το ποσοστό της αιμοσφαιρίνης (της πρωτεΐνης στα ερυθρά αιμοσφαίρια που μεταφέρει οξυγόνο) στο αίμα θα πέσει επίσης κατακόρυφα. Όσο μεγαλύτερο είναι το υψόμετρο, τόσο ισχυρότερες θα ήταν όλες αυτές οι αντιδράσεις, είπε η ίδια.

Μερικοί μπορεί να αναπτύξουν μια κατάσταση που ονομάζεται οξεία νόσος του βουνού (AMS) καθώς το σώμα προσπαθεί να προσαρμοστεί σε χαμηλότερα επίπεδα οξυγόνου. Αυτό μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα, όπως πονοκεφάλους, κόπωση, ναυτία και απώλεια όρεξης.

Συνήθως μετά από 1-2 εβδομάδες σε μεγάλο υψόμετρο, ο καρδιακός ρυθμός και η αναπνοή ενός ατόμου θα ηρεμήσουν ελαφρώς καθώς το σώμα αρχίζει να παράγει περισσότερα ερυθρά αιμοσφαίρια και αιμοσφαιρίνη για να αντισταθμίσει τα χαμηλά επίπεδα οξυγόνου στον αέρα.

Προσαρμογή στο υψόμετρο

Οι κάτοικοι της La Rinconada έχουν προσαρμοστεί με πολλούς τρόπους σε περιβάλλοντα χαμηλής περιεκτικότητας σε οξυγόνο.

“Στοιχεία απ’ όλον τον κόσμο δείχνουν, ότι υπάρχουν είτε ελαφρές είτε πολύ μεγάλες αυξήσεις στον όγκο των πνευμόνων όσων ζουν σταθερά σε μεγάλο υψόμετρο, ιδιαίτερα πριν από την εφηβεία”, είπε η Beall.

Οι κάτοικοι των Άνδεων, για παράδειγμα, έχουν γενικά υψηλή συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης στο αίμα τους, κάτι που το καθιστά πιο παχύρρευστο. Αν και αυτό τους επιτρέπει να μεταφέρουν περισσότερο οξυγόνο στο αίμα τους, σημαίνει επίσης ότι είναι ευάλωτοι στην ανάπτυξη μιας κατάστασης που ονομάζεται χρόνια νόσος του βουνού (CMS). Αυτή συμβαίνει όταν το σώμα παράγει υπερβολική ποσότητα ερυθρών αιμοσφαιρίων.

Η CMS μπορεί να συμβεί σε άτομα που ζουν σε υψόμετρα μεγαλύτερα από 3.000 μέτρα για πολλούς μήνες ή χρόνια και προκαλεί συμπτώματα, όπως κόπωση, δύσπνοια και πόνους στο σώμα. Περίπου 1 στους 4 κατοίκους στην Λα Ρινκονάδα εκτιμάται ότι πάσχει από CMS.

Η καλύτερη θεραπεία για την CMS είναι φυσικά να πάτε σε χαμηλότερο υψόμετρο (!) λέει ο Tatum Simonson, αναπληρωτής καθηγητής Ιατρικής στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. Ωστόσο, αυτή δεν είναι πάντα μια βιώσιμη λύση εάν κάποιος έχει όλα τα προς το ζην σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Η τακτική αιμοδοσία/αιμορραγία και η λήψη ενός φαρμάκου που ονομάζεται ακεταζολαμίδη, το οποίο μειώνει την παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων, μπορεί να προσφέρει κάποια ανακούφιση σε ασθενείς με CMS, αν και η μακροπρόθεσμη ασφάλεια και αποτελεσματικότητα αυτών των θεραπειών είναι ακόμα άγνωστη.

Οι Θιβετιανοί από την άλλη πλευρά, παρά το γεγονός ότι ζουν επίσης σε μεγάλα υψόμετρα, δεν έχουν υψηλές συγκεντρώσεις αιμοσφαιρίνης και επομένως διατρέχουν χαμηλό κίνδυνο να αναπτύξουν CMS. Αντίθετα, πιστεύεται ότι έχουν προσαρμοστεί σε περιβάλλοντα χαμηλής περιεκτικότητας σε οξυγόνο έχοντας υψηλότερη ροή αίματος στο σώμα τους.

Συγκεκριμένα, οι Θιβετιανοί φέρουν μια μετάλλαξη σε ένα γονίδιο που ονομάζεται EPAS1, η οποία μειώνει την ποσότητα της αιμοσφαιρίνης στο αίμα. Αυτή η μετάλλαξη πιστεύεται ότι κληρονομήθηκε από τους πρόγονούς μας, τους Denisovans. Μεταλλάξεις στο EPAS1 έχουν επίσης βρεθεί πρόσφατα σε μια ομάδα κατοίκων στις Άνδεις, την οποία οι επιστήμονες προσπαθούν τώρα να διερευνήσουν περαιτέρω.

Μοιραστείτε την ανάρτηση::