Το παθητικό κάπνισμα αποτελεί μια σοβαρή, αν και συχνά παραβλέπεται, πηγή χρόνιας έκθεσης παιδιών και εφήβων στον μόλυβδο, σύμφωνα με το κύριο εύρημα μιας πρόσφατης μελέτης που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό BMC Public Health.
Η μελέτη ανέλυσε λεπτομερώς εθνικά δεδομένα για τα επίπεδα μολύβδου στο αίμα και την έκθεση σε παθητικό κάπνισμα σε 2.815 παιδιά και εφήβους από τις ΗΠΑ, ηλικίας 6 έως 19 ετών, κατά την περίοδο 2015-2018. Στη μελέτη εξετάστηκαν τα επίπεδα μολύβδου και κοτινίνης, ενός μεταβολίτη της νικοτίνης που παράγεται όταν το σώμα επεξεργάζεται τον καπνό του τσιγάρου, και που υποδηλώνει έκθεση στον καπνό.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα μέσα επίπεδα μολύβδου στο αίμα ήταν κατά 18% και 29% υψηλότερα στις ομάδες με μέτρια και υψηλή έκθεση στον καπνό, αντίστοιχα, σε σύγκριση με την ομάδα με τη χαμηλότερη έκθεση. Τα παιδιά με τη χαμηλότερη έκθεση είχαν επίπεδα μολύβδου συγκρίσιμα με τον εθνικό μέσο όρο των ΗΠΑ. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι περισσότερα αγόρια, καθώς και περισσότερα μαύρα παιδιά και έφηβοι, είχαν ανιχνεύσιμα επίπεδα μολύβδου στο αίμα τους σε σύγκριση με άλλες εθνοτικές ομάδες.
Τα αυξημένα επίπεδα μολύβδου στο αίμα ήταν συχνότερα στα παιδιά ηλικίας 6 έως 10 ετών από ό,τι στους συμμετέχοντες με μεγαλύτερες ηλικίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα παιδιά από νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα παρουσίασαν κατά 27% υψηλότερα επίπεδα μολύβδου στο αίμα σε σύγκριση με εκείνα από νοικοκυριά με υψηλό εισόδημα.
Γιατί έχει σημασία
Ο μόλυβδος, σε αντίθεση με πολλές άλλες τοξικές χημικές ουσίες, δεν αραιώνεται. Ούτε ο οργανισμός μπορεί να τον αποβάλλει με φυσικό τρόπο. Αντ’ αυτού, συσσωρεύεται στα οστά και διαρρέει στο αίμα. Ο μόνος τρόπος για την απομάκρυνσή του είναι μέσω ιατρικής θεραπείας από το στόμα.
Η έκθεση σε μόλυβδο μπορεί να προκαλέσει πολυάριθμα και σοβαρά νευρολογικά προβλήματα, συμπεριλαμβανομένων νευρικών βλαβών, γνωστικών προβλημάτων, απώλειας βαθμών στην κλίμακα IQ και ενδεχομένως ακόμη και παθήσεων όπως η νόσος του Αλτσχάιμερ και η σχιζοφρένεια.
Η έκθεση στον μόλυβδο είναι πιο επιβλαβής για τα μικρότερα παιδιά από ό,τι για τα μεγαλύτερα παιδιά και τους ενήλικες, επειδή το σώμα τους αναπτύσσεται ακόμη και μάλιστα με ταχύτατους ρυθμούς.
Τα παιδιά που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο έκθεσης σε μόλυβδο προέρχονται συχνά από νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα που ζουν σε παλαιότερα σπίτια, χτισμένα πριν από το 1978, όταν χρησιμοποιούνταν ακόμη βαφές που περιείχαν μόλυβδο. Η συνήθεια των μικρών παιδιών να βάζουν το χέρι στο στόμα είναι ένας σίγουρος τρόπος για την έκθεση σε μόλυβδο μέσα στο σπίτι. Επίσης, οι σωλήνες νερού που περιέχουν μόλυβδο σε αυτές τις παλαιότερες πολυκατοικίες, συμβάλλουν σημαντικά στη μεγαλύτερη πρόσληψη μολύβδου.
Τα παιδιά όπως και οι μεγαλύτεροι μπορούν επίσης να εκτεθούν σε μόλυβδο μέσω μιας ποικιλίας καθημερινών οικιακών αντικειμένων, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων κεραμικών μαγειρικών σκευών και πιάτων, κουτιών φαγητού από βινύλιο, πολλών κοινών μπαχαρικών και ορισμένων παιχνιδιών, προϊόντων βαφής μαλλιών και καλλυντικών. Η έκθεση σε μόλυβδο έχει εντοπιστεί ακόμη και σε καραμέλες!
Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, στις ΗΠΑ απαγορεύτηκαν οι βαφές με βάση το μόλυβδο για οικιακή χρήση και τη μολυβδούχο βενζίνη. Αυτό έχει οδηγήσει σε σημαντική μείωση της έκθεσης στον μόλυβδο από τις παραδοσιακές πηγές.
Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες, η έκθεση σε μόλυβδο εξακολουθεί να αποτελεί κίνδυνο. Τα ευρήματα συμβάλλουν στην ευαισθητοποίηση σχετικά με τη σχέση μεταξύ του παθητικού καπνίσματος και της έκθεσης σε μόλυβδο, ιδίως για τους νέους. Περίπου το 35% των παιδιών στις ΗΠΑ, -πάνω από 23 εκατομμύρια σε απόλυτους αριθμούς-, εκτέθηκαν σε παθητικό κάπνισμα μεταξύ του 2013 και του 2016, σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων.
Τα επόμενα βήματα
Η προσοχή στρέφεται πλέον στις τοπικές κοινωνίες για την ενημέρωση των γονέων και των διευθυντών των σχολείων σχετικά με τους κινδύνους της δηλητηρίασης από μόλυβδο, συμπεριλαμβανομένης της έκθεσης στο παθητικό κάπνισμα.
Οι προσπάθειες που γίνονται περιλαμβάνουν την ενθάρρυνση των πολιτών και των υπεύθυνων αρχών των κοινοτήτων να εξετάζουν τα επίπεδα μολύβδου στο πόσιμο νερό και να λαμβάνουν μέτρα για τη μείωση της έκθεσης των παιδιών.