Όσοι γνώριζαν τον κνίκο ή αγιάγκαθο, το χρησιμοποιούσαν για τη βελτίωση της πέψης. Τώρα οι ερευνητές ανακάλυψαν μια νέα και απροσδόκητη πιθανή χρήση του βοτάνου: την αναγέννηση κατεστραμμένων νεύρων.
Το κλειδί είναι η κνικίνη, μια οργανική ένωση στο φυτό, η οποία φάνηκε ότι προκαλεί την αναγέννηση νευρικών ινών τόσο σε ζωικά μοντέλα όσο και σε ανθρώπινα κύτταρα.
«Είναι αξιοσημείωτο ότι η ενδοφλέβια χορήγηση κνικίνης επιταχύνει σημαντικά τη λειτουργική αποκατάσταση μετά από σοβαρό τραυματισμό νεύρων σε διάφορα είδη, συμπεριλαμβανομένης της αναστόμωσης, δηλαδή της σύνεσης των αποκομμένων νεύρων», γράφουν οι ερευνητές για την ανακάλυψή τους.
Το κλειδί για την αποκατάσταση των νευρικών κυττάρων είναι η αναγέννηση του άξονα, του τμήματος ενός νευρικού κυττάρου που μεταφέρει τα ερεθίσματα σε άλλα νεύρα.
Κανένα φάρμακο που χρησιμοποιείται σήμερα στην κλινική πρακτική δεν μπορεί να αναγεννήσει τους άξονες, σύμφωνα με τους ερευνητές, οι οποίοι απομόνωσαν ένα ένζυμο που βρίσκεται στα φυτά της οικογένειας των ακανθών και μπορεί να επιταχύνει την ανάπτυξη των αξόνων. Η αναγέννηση πρέπει να συμβεί αμέσως μετά τον τραυματισμό των νεύρων, σύμφωνα με τους ερευνητές.
«Αν και οι τραυματισμένοι άξονες στο περιφερικό νευρικό σύστημα έχουν συνήθως αξιοσημείωτη αναγεννητική ικανότητα, η πλήρης λειτουργική αποκατάσταση είναι συχνά ανέφικτη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα κύτταρα Schwann (τα οποία διατηρούν και αναγεννούν τους άξονες) παύουν να παρέχουν υποστήριξη που προωθεί την ανάπτυξη μετά από περίπου τρεις μήνες και οι άξονες σταματάνε να αναπτύσσονται. Εάν η επανένωση δεν συμβεί εντός αυτού του χρονικού πλαισίου, ο τραυματισμός οδηγεί συχνά σε ισόβια ατελή αποκατάσταση και στο σχηματισμό νευρωμάτων (ανωμάλων αναπτύξεων νευρικού ιστού), τα οποία μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη νευροπαθητικού πόνου. Πριν από μερικά χρόνια, ανακαλύψαμε ότι η αυξημένη δραστηριότητα ενός ενζύμου (GSK3) επιταχύνει την αναγέννηση των αξόνων στο τραυματισμένο ισχιακό νεύρο. Μόλις ανακαλύψαμε τον υποκείμενο μηχανισμό, μπορέσαμε να αναζητήσουμε ουσίες που μιμούνταν αυτό το αποτέλεσμα. Έτσι οδηγηθήκαμε στην κνικίνη. Η επίδρασή της στην αναγέννηση των νεύρων είναι εντελώς νέα και αυτό θα πρέπει να διερευνηθεί και σε κλινικές επιστημονικές μελέτες για να γίνει μια πολύ ξεκάθαρη υπόθεση» σημειώνουν οι ερευνητές.
Τα ζώα που έλαβαν κνικίνη παρουσίασαν λειτουργική αποκατάσταση από την παράλυση και τη νευροπάθεια που ήταν συγκρίσιμη με εκείνα που έλαβαν παρθενολίδη. Αυτό ήταν ένα σημαντικό εύρημα επειδή η παρθενολίδη έχει «ανεπαρκή βιοδιαθεσιμότητα από το στόμα», εξήγησαν οι ερευνητές, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να χορηγηθεί μόνο παρεντερικά (με ένεση ή έγχυση).
Η κνικίνη, ωστόσο, μπορεί να χορηγηθεί από το στόμα ή ενδοφλεβίως, γεγονός που την καθιστά ένα πολλά υποσχόμενο φάρμακο για την πρακτική θεραπεία της νευρικής βλάβης.
Οι ερευνητές δοκίμασαν επίσης τις επιδράσεις της κνικίνης σε δωρηθέντα ανθρώπινα κύτταρα του αμφιβληστροειδούς. Εξέθεσαν τα κύτταρα είτε στην κνικίνη είτε στην παρθενολίδη επί τέσσερις ημέρες. Τα κύτταρα που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με κνικίνη «παρουσίασαν σημαντικά μεγαλύτερους νευρίτες» από τα κύτταρα ελέγχου.
«Έχουμε ήδη πολλά προκλινικά δεδομένα για την κνικίνη και τώρα αναζητούμε χρηματοδότηση που θα μας επιτρέψει να πραγματοποιήσουμε κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους. Εδώ, βέβαια, πρέπει πρώτα να δείξουμε ότι η κνικίνη επιταχύνει επίσης την αναγέννηση. Δυστυχώς, αυτό μπορεί να πάρει αρκετό χρόνο», δήλωσαν οι ερευνητές.
Οι μελέτες άλλων ερευνητικών ομάδων έχουν δείξει ότι η κνικίνη έχει επίσης δυνατότητες ως θεραπεία για όγκους, παρασιτικές λοιμώξεις, ακόμη και για δαγκώματα δηλητηριωδών φιδιών.
Το αγιάγκαθο διατίθεται σε μορφή κάψουλας, αν και επί του παρόντος δεν προωθείται ως νευροθεραπευτικός παράγοντας.
Οι ειδικοί τονίζουν ότι δεν μπορεί κάποιος να λάβει τυχαία δόση αγιάγκαθου καθώς δεν μπορεί να προσδιορίσει την ακριβή περιεκτικότητα σε κνικίνη στο φυτό ή στο εκχύλισμα χωρίς μια πολύπλοκη διαδικασία που ονομάζεται LC-MS (υγρή χρωματογραφία-φασματομετρία μάζας).
«Οι προηγούμενες μελέτες μας έδειξαν σαφώς ότι η κνικίνη είναι αποτελεσματική μόνο σε ένα συγκεκριμένο εύρος δόσεων. Εάν η δόση ήταν υπερβολική, δεν θα υπήρχε κανένα αποτέλεσμα. Κάτι ανάλογο ισχύει φυσικά και για την υποδοσολογία. Έτσι, δεν έχουμε ακόμη καθορίσει το βέλτιστο εύρος δόσεων σε μελέτες σε ανθρώπους» καταλήγουν οι ερευνητές.