Σύμφωνα με ερευνητές της κλινικής Cleveland διαπίστωσαν πως τα υψηλά επίπεδα μιας συγκεκριμένης βιταμίνης στο αίμα, μπορεί να οδηγήσουν σε ανάπτυξη καρδιαγγειακής νόσου.
Πρόκειται για τη νιασίνη, μια βιταμίνη του συμπλέγματος των βιταμινών Β, την οποία οι γιατροί σύστηναν για τη μείωση της χοληστερόλης.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Stanley Hazen, ανακάλυψαν μια σύνδεση μεταξύ του 4PY, ενός προϊόντος διάσπασης από την περίσσεια νιασίνης, και των καρδιακών παθήσεων. Τα υψηλότερα κυκλοφορούντα επίπεδα 4PY συνδέθηκαν στενά με έμφραγμα, εγκεφαλικό επεισόδιο και άλλα καρδιακά προβλήματα σε κλινικές μελέτες μεγάλης κλίμακας.
Οι ερευνητές έδειξαν επίσης σε προκλινικές μελέτες ότι το 4PY πυροδοτεί άμεσα αγγειακή φλεγμονή, η οποία βλάπτει τα αιμοφόρα αγγεία και μπορεί να οδηγήσει σε αθηροσκλήρωση με την πάροδο του χρόνου.
«Το συναρπαστικό σε αυτά τα ευρήματα είναι ότι αυτή η οδός φαίνεται να είναι ένας μη αναγνωρισμένος μέχρι σήμερα αλλά σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στην ανάπτυξη καρδιαγγειακής νόσου», δήλωσε ο Δρ. Hazen, πρόεδρος Καρδιαγγειακών και Μεταβολικών Επιστημών στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Lerner της κλινικής Cleveland και συν-επικεφαλής Προληπτικής Καρδιολογίας στο Ινστιτούτο Καρδιάς, Αγγείων και Θώρακος.
«Επιπλέον, μπορούμε να τον μετρήσουμε, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει δυνατότητα για διαγνωστικές εξετάσεις. Αυτές οι γνώσεις θέτουν τις βάσεις για την ανάπτυξη νέων προσεγγίσεων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων αυτής της οδού».
Η νιασίνη (βιταμίνη Β3) είναι πολύ συχνή στη δυτική διατροφή.
Ωστόσο, ένα στους τέσσερις συμμετέχοντες στις δοκιμές φαίνεται ότι λάμβανε υπερβολική ποσότητα και είχε υψηλά επίπεδα 4PY, τα οποία συμβάλλουν στην ανάπτυξη καρδιαγγειακών παθήσεων.
Ο Δρ. Hazen συγκρίνει την πρόσληψη νιασίνης με πολλές βρύσες που ρίχνουν νερό σε έναν κουβά. Μόλις ο κουβάς γεμίσει, αρχίζει να ξεχειλίζει. Το ανθρώπινο σώμα πρέπει να επεξεργαστεί αυτό το υπερχειλισμένο νερό και να παράγει άλλους μεταβολίτες, συμπεριλαμβανομένου του 4PY.
«Το κύριο συμπέρασμα δεν είναι ότι πρέπει να αποκλείσουμε την πρόσληψη νιασίνης, καθώς κάτι τέτοιο δεν συνιστά ρεαλιστική προσέγγιση», δήλωσε ο Δρ. Hazen. «Δεδομένων αυτών των ευρημάτων, θα μπορούσε να γίνει μια συζήτηση σχετικά με το αν θα πρέπει να συνεχιστεί ο εμπλουτισμός των αλεύρων και των δημητριακών με νιασίνη» πρόσθεσε.
Τα νέα ευρήματα θα μπορούσαν επίσης να εξηγήσουν γιατί η νιασίνη δεν αποτελεί πλέον θεραπεία για τη μείωση της χοληστερόλης. Η νιασίνη ήταν μία από τις πρώτες θεραπείες που συνταγογραφήθηκαν για τη μείωση της LDL ή «κακής» χοληστερόλης. Αποδείχθηκε όμως λιγότερο αποτελεσματική από άλλα φάρμακα για τη μείωση της χοληστερόλης και συνδέθηκε με άλλες αρνητικές επιπτώσεις και υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας σε προηγούμενες έρευνες.