Η φυματίωση, μια από τις πιο παλιές αλλά ακόμα επικίνδυνες λοιμώξεις, επανεμφανίζεται δυναμικά με ανησυχητική αύξηση κρουσμάτων. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία από διεθνείς υγειονομικούς οργανισμούς, τα περιστατικά φυματίωσης παγκοσμίως αυξήθηκαν κατά 54% μέσα σε μόλις έναν χρόνο. Η τάση αυτή εγείρει σοβαρές ανησυχίες για τη δημόσια υγεία, ειδικά σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.
Τι προκαλεί την αύξηση;
Η πανδημία της COVID-19 έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην αναζωπύρωση της φυματίωσης. Τα μέτρα περιορισμού, η μειωμένη πρόσβαση σε υγειονομικές υπηρεσίες και η καθυστέρηση στη διάγνωση έχουν συμβάλει στην εξάπλωση της νόσου. Επίσης, οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας έχουν επιδεινώσει τις συνθήκες διαβίωσης, με αποτέλεσμα την αυξημένη ευαισθησία σε λοιμώξεις.
Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο;
Η φυματίωση πλήττει κυρίως άτομα με αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα, όπως:
- Άτομα με HIV/AIDS: Η φυματίωση παραμένει η κύρια αιτία θανάτου μεταξύ των ατόμων με HIV.
- Άτομα με χρόνιες ασθένειες: Διαβήτης, καρκίνος και άλλες παθήσεις αυξάνουν τον κίνδυνο μόλυνσης.
- Μετανάστες και πρόσφυγες: Οι κακές συνθήκες διαβίωσης και η έλλειψη πρόσβασης σε ιατρική περίθαλψη επιδεινώνουν το πρόβλημα.
Ανθεκτικά στελέχη: Μια νέα απειλή
Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η αύξηση των ανθεκτικών στελεχών φυματίωσης, τα οποία δεν ανταποκρίνονται στα συμβατικά φάρμακα. Η πολυανθεκτική φυματίωση (MDR-TB) και η εκτεταμένα ανθεκτική φυματίωση (XDR-TB) απαιτούν πιο περίπλοκες και μακροχρόνιες θεραπείες.
Τι πρέπει να γίνει;
Η αντιμετώπιση της φυματίωσης απαιτεί συντονισμένη δράση:
- Ενίσχυση της διάγνωσης: Η έγκαιρη αναγνώριση των περιστατικών είναι κρίσιμη για τον περιορισμό της εξάπλωσης.
- Πρόσβαση σε φάρμακα: Τα φάρμακα για τη φυματίωση πρέπει να γίνουν προσιτά, ειδικά στις φτωχότερες χώρες.
- Ενημέρωση και εκπαίδευση: Η ευαισθητοποίηση του κοινού για την πρόληψη και τα συμπτώματα είναι απαραίτητη.
Η εκρηκτική αύξηση των κρουσμάτων υπογραμμίζει την ανάγκη για επείγουσα δράση σε παγκόσμιο επίπεδο. Η φυματίωση μπορεί να αντιμετωπιστεί, αλλά η αδράνεια μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές συνέπειες για τη δημόσια υγεία.