Τα άτομα με άσθμα, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και άλλες πνευμονικές παθήσεις διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με επιστημονική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «European Respiratory Journal». Η μελέτη συγκεντρώνει δεδομένα που δείχνουν πως οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, όπως οι καύσωνες, οι πυρκαγιές, οι ξηρασίες και οι πλημμύρες, θα επιδεινώσουν τα αναπνευστικά προβλήματα για εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, ιδιαίτερα για τα βρέφη, τα μικρά παιδιά και τους ηλικιωμένους.
«Η ατμοσφαιρική ρύπανση βλάπτει ήδη τους πνεύμονές μας. Τώρα οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής γίνονται μια σημαντική απειλή για τους ασθενείς με αναπνευστικά προβλήματα», επισημαίνει η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης και πρόεδρος της Επιτροπής Περιβάλλοντος και Υγείας της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας, Ζοράνα Γιοβάνοβιτς ‘Αντερσεν, μία από τους συγγραφείς της μελέτης.
Τα υφιστάμενα όρια στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την ποιότητα του αέρα είναι πολύ υψηλότερα από αυτά που ορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για την ποιότητα του αέρα: 25 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο για τα μικρής διαμέτρου αιωρούμενα λεπτά σωματίδια PM 2.5 και 40 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο για το διοξείδιο του αζώτου στην ΕΕ, την ώρα που οι κατευθυντήριες γραμμές του ΠΟΥ ορίζουν τα 5 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο για τα PM 2.5 και 10 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο για το διοξείδιο του αζώτου. Ωστόσο, η ΕΕ αναθεωρεί επί του παρόντος την Οδηγία για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα.
Οι συγγραφείς καλούν εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας, η οποία εκπροσωπεί περισσότερους από 30.000 πνευμονολόγους από 160 χώρες, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τις κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο, να μειώσουν επειγόντως τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και να μετριάσουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.