Μια από τις συχνότερες παθήσεις των ματιών παγκοσμίως είναι ο καταρράκτης. Οι επιστήμονες υποστηρίζουν πως σχεδόν το 100% των Ευρωπαίων ηλικίας άνω των 65 – 70 ετών πάσχουν από αυτόν.
Ειδικότερα, στην Ευρώπη χειρουργούνται ετησίως περισσότερα από 4,5 εκατομμύρια ασθενείς για να απαλλαγούν από τη μείωση της όρασης που τους προκαλεί, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Αρχή (Eurostat).
Είναι ενδιαφέρον ότι σε χώρες όπως η Γαλλία πραγματοποιούνται 1 εκατομμύριο επεμβάσεις ετησίως (μία για κάθε 67 άτομα του γενικού πληθυσμού), ενώ στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι πραγματοποιούνται κάθε χρόνο μόλις 70.000 έως 80.000 ανάλογες επεμβάσεις, που αντιστοιχούν σε λιγότερες από τις μισές. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι υπολείπονται οι οφθαλμολογικές υπηρεσίες που θα έπρεπε να αναλογούν, για την βελτίωση της όρασης και της συναφούς ασφάλειας και ποιότητας ζωής για τους Έλληνες συμπολίτες μας της τρίτης ηλικίας.
Παρότι ο αριθμός των επεμβάσεων είναι σχετικά μικρός, το επίπεδο των επεμβάσεων είναι υψηλό. Στη χώρα μας, η επέμβαση καταρράκτη πραγματοποιείται με εξαιρετική τεχνολογία και τεχνογνωσία από πολλές κρατικές και ιδιωτικές μονάδες, όπως οι μονάδες ημερήσιας νοσηλείας που έχουν επίπεδο παραμονής στον επεμβατικό χώρο 1-2 ωρών. Η επιστημονική μας ομάδα διακρίθηκε παγκοσμίως, όταν “έσπασε” το μέχρι τότε όριο τομής της επέμβασης και από τα 2,5 χιλιοστά το έφερε στα 1,6 χιλιοστά. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει το υψηλό επίπεδο της Οφθαλμολογίας στην Ελλάδα και την παγκόσμια θέση που διατηρεί σε καινοτομίες.
Μολονότι ο καταρράκτης είναι πολύ συχνός, πολλά δεδομένα γι’ αυτόν δεν είναι ευρέως γνωστά. Ας δούμε τα πιο σημαντικά.
1. Δεν υπάρχει μόνο ένας τύπος καταρράκτη.
Στη διάρκεια της ζωής μας, ο φυσικός φακός του ματιού που βρίσκεται στο πρόσθιο τμήμα του, αρχίζει σταδιακά να χάνει τη διαύγειά του. Η αδιαφάνεια αυτή είναι η έναρξη του καταρράκτη, ο οποίος όμως διαγιγνώσκεται όταν το θόλωμα του φυσικού φακού αρχίζει να προκαλεί συμπτώματα που αντιλαμβάνεται ο ασθενής. Αυτό συνήθως παρατηρείται σταδιακά στις ηλικίες άνω των 50 ετών.
Ο πιο συχνός τύπος καταρράκτη αναπτύσσεται κυρίως στο κέντρο του οφθαλμικού φακού και σταδιακά διαχέεται στον υπόλοιπο φακό. Η μορφή αυτή σχετίζεται με την ηλικία και είναι ο λεγόμενος πυρηνικός καταρράκτης. Ένας άλλος τύπος είναι ο φλοιώδης καταρράκτης, ο οποίος αναπτύσσεται κυρίως στην περιφέρεια – στα εξωτερικά τοιχώματα του φυσικού οφθαλμικού φακού αντί για το κέντρο του. Υπάρχει επίσης ο οπίσθιος υποκαψικός καταρράκτης, ο οποίος αναπτύσσεται στο πίσω μέρος του ματιού.
Ο οπίσθιος υποκαψικός καταρράκτης εμφανίζεται σε νεαρότερα άτομα, έπειτα από τραύμα ή εκτεταμένη χρήση κορτιζονούχων κολλύριων, ρινικών σπρέι, εισπνεόμενων φαρμάκων για τους πνεύμονες, ακόμα και θεραπειών από το στόμα. Αυτός ο τύπος εξελίσσεται ταχύτερα από τον πυρηνικό και τον φλοιώδη καταρράκτη.
Κάθε τύπος προκαλεί προοδευτική μείωση της όρασης, που είναι πιθανό να διαφύγει της προσοχής του ασθενούς.
2. Ακόμα και ένα μωρό μπορεί να γεννηθεί με καταρράκτη.
Μερικές φορές γεννιέται ένα μωρό που πάσχει από καταρράκτη ή τον εκδηλώνει νωρίς στη ζωή του. Αυτός ονομάζεται συγγενής (εκ γενετής) καταρράκτης, και μπορεί να οφείλεται σε κληρονομικότητα (ιδιαίτερα του χρωμοσώματος 11), ορισμένα συγγενή νοσήματα ή σε λοίμωξη (συνήθως ερυθρά) ή τραυματισμό κατά την ενδομήτρια ζωή. Ο συγγενής καταρράκτης συνήθως γίνεται αντιληπτός κατά τις εξετάσεις ρουτίνας στις οποίες υποβάλλονται τα νήπια, οπότε και αντιμετωπίζεται. Όσο πιο νωρίς γίνει αντιληπτός και αντιμετωπιστεί, τόσο καλύτερα θα αναπτυχθεί η όραση του παιδιού.
3. Ο καταρράκτης δεν χρειάζεται να «ωριμάσει» για να χειρουργηθεί.
Η απόφαση για χειρουργική επέμβαση στους ηλικιωμένους λαμβάνεται με βάση τις επιπτώσεις του καταρράκτη στην καθημερινή ζωή. Η λειτουργικότητα της όρασης και η συναφής ασφάλεια που προσφέρει στον πάσχοντα πρέπει να αξιολογούνται σε πολλαπλές συνθήκες φωτισμού, διευκρινίζει ο Δρ. Κανελλόπουλος. «Είναι ατυχές ότι συνήθως η οπτική ικανότητα αξιολογείται σε σκοτεινές συνθήκες, ενώ κάποιος ασθενής μπορεί να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στο έντονο φως ή όταν αντικρίζει έντονα φώτα κατά την οδήγηση το βράδυ», υπογραμμίζει.
Για το σκοπό αυτό η Αμερικανική Ακαδημία Οφθαλμολογίας (AAO) έχει θεσπίσει μερικά βασικά ερωτήματα, που αφορούν τις καθημερινές δραστηριότητες, την ικανότητα ασφαλούς οδήγησης τη νύκτα και την ενασχόληση με υπαίθριες δραστηριότητες. Ρόλο παίζει επίσης το αν τα συμπτώματα του ασθενούς υποχωρούν με άλλους τρόπους (π.χ. με πιο έντονο φωτισμό στο σπίτι, με μεγεθυντικό φακό κατά το διάβασμα, με γυαλιά ηλίου με πολωμένους φακούς κ.λπ.). Αν οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δείξουν ότι ο καταρράκτης επηρεάζει την καθημερινότητα του πάσχοντος, πρέπει να χειρουργηθεί. Αυτό συνήθως συμβαίνει όταν το θόλωμα του φακού έχει μειώσει κατά περίπου 50% την όρασή του.
4. Ο σακχαρώδης διαβήτης αυξάνει τις πιθανότητες εκδήλωσης καταρράκτη αργότερα στη ζωή.
Ο οφθαλμικός φακός τροφοδοτείται με οξυγόνο και γλυκόζη (σάκχαρο) από το υδατοειδές υγρό, ένα διαυγές υγρό που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον κερατοειδή χιτώνα (βρίσκεται στην επιφάνεια του ματιού) και τον φακό. Όταν ένας ασθενής με σακχαρώδη διαβήτη δεν ρυθμίζει καλά το σάκχαρό του, τα κύτταρα του φακού δέχονται περίσσεια γλυκόζης. Σταδιακά μπορεί να θολώσουν, να γίνουν αδιαφανή και να οδηγήσουν πρόωρα στον καταρράκτη.
5. Το χρώμα των ματιών επηρεάζει τον κίνδυνο αναπτύξεως καταρράκτη.
Μελέτες έχουν δείξει πως όσοι έχουν σκούρα καστανά μάτια διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν καταρράκτη, σε σύγκριση με όσους έχουν ανοικτόχρωμα μάτια. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως όσοι έχουν γαλάζια ή ανοικτά πράσινα μάτια είναι προστατευμένοι.
Επειδή, εξάλλου, η υπεριώδης ακτινοβολία του ηλίου (UV) είναι γνωστός συμβάλλοντας παράγοντας στην ανάπτυξη της συγκεκριμένης οφθαλμοπάθειας, φροντίστε να φοράτε χειμώνα-καλοκαίρι γυαλιά ηλίου με φίλτρα που θα απορροφούν αποτελεσματικά την UV.
6. Ο καταρράκτης δεν υποτροπιάζει μετά την χειρουργική διόρθωσή του.
Κατά την επέμβαση ο χειρουργός οφθαλμίατρος κάνει μια μικρή τομή στην επιφάνεια του ματιού και αφαιρεί τον θολωμένο φυσικό φακό. Ύστερα, τοποθετεί έναν ειδικό, συνθετικό φακό (ενδοφακός), ο οποίος δεν θολώνει. Ωστόσο πολλοί ασθενείς παρουσιάζουν μέσα σε λίγους μήνες έως 1-2 χρόνια από την επέμβαση νέο θόλωμα στην όρασή τους. Σε αυτή την περίπτωση το πρόβλημα εντοπίζεται στη μεμβράνη (περιφάκιο) που στηρίζει τον τεχνητό φακό. Το περιφάκιο είναι ένα φυσικό ανατομικό στοιχείο – το μόνο από τον φυσικό φακό που δεν αφαιρείται κατά τη χειρουργική διόρθωση του καταρράκτη.
Το θόλωμα του περιφακίου λέγεται «δευτερογενής καταρράκτης» και αντιμετωπίζεται με λέιζερ, αλλά χωρίς να γίνει τομή στο μάτι.
7. Η υψηλού βαθμού μυωπία αυξάνει τις πιθανότητες επιπλοκών μετά την εγχείρηση καταρράκτη.
Μελέτες έχουν δείξει πως η επέμβαση καταρράκτη σε ασθενείς με υψηλού βαθμού μυωπία, συσχετίζεται μετεγχειρητικά με αυξημένο κίνδυνο αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς. Η πιθανότητα να συμβεί αυτό είναι μία στις 100, ενώ στους ασθενείς με καταρράκτη χωρίς μυωπία είναι μία στις 500.
Η αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς είναι μία δυνητικά σοβαρή κατάσταση, η οποία συμβαίνει απότομα και απαιτεί επείγουσα επεμβατική αντιμετώπιση. Όταν εκδηλωθεί, ο ασθενής μπορεί να «βλέπει» ξαφνικές λάμψεις ή αστραπές (φωταψίες) ή «μυγάκια» ή κινούμενα στίγματα μέσα στο οπτικό του πεδίο (μυιοψίες). Μπορεί επίσης να παρουσιάσει θόλωση ή απώλεια της όρασης σε ένα μέρος του οπτικού πεδίου (σαν να έχει πέσει μπροστά του μία σκούρα κουρτίνα).
Αν έχετε υψηλού βαθμού μυωπία και προγραμματίζετε επέμβαση καταρράκτη, ο οφθαλμίατρός σας θα σας ενημερώσει αναλυτικά για το ενδεχόμενο αυτό και την πρόληψη που απαιτείται.
8. Μερικές φορές ο οφθαλμίατρος συνιστά επέμβαση καταρράκτη και στα δύο μάτια, παρότι η όραση στο ένα παραμένει ικανοποιητική.
Στους περισσότερους ασθενείς η χειρουργική επέμβαση για τον καταρράκτη συνήθως γίνεται στο ένα μάτι, ενώ το δεύτερο χειρουργείται όταν η όραση θολώσει και σε αυτό αρκετά. Μερικές φορές όμως τα δύο μάτια πρέπει να χειρουργηθούν την ίδια μέρα, ακόμα κι αν το ένα έχει ακόμα ικανοποιητική όραση. Αυτό μπορεί π.χ. να προταθεί για να διαφυλαχτεί η ισορροπία και να αποφευχθούν τυχόν πτώσεις, καθώς στους ηλικιωμένους οδηγούν συχνά σε κατάγματα οστών ή ακόμα και σε μη-τραυματικά αιματώματα στο κεφάλι. Η ταυτόχρονη επέμβαση μπορεί επίσης να προταθεί για την μείωση του κινδύνου ανάπτυξης μιας σοβαρής μορφής γλαυκώματος (γλαύκωμα ανοικτής γωνίας).