Τα τελευταία χρόνια, ο αριθμός των ατόμων που στρέφονται προς τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα έχει αυξηθεί δραματικά, ιδιαίτερα στις πλούσιες χώρες. Κυκλοθυμία, πονοκέφαλοι και στομαχικές διαταραχές είναι μόνο μερικές από τις παρενέργειες που έχουν καταγραφεί από τη χρήση αντικαταθλιπτικών.
Η μαζική συνταγογράφηση φαρμάκων κατά της κατάθλιψης, όπως οι αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης -μιας ουσίας της οποίας η έλλειψη μπορεί να προκαλέσει κατάθλιψη- έχει οδηγήσει πολλούς ασθενείς σε υπερβολική χρήση. Σύμφωνα με μια έκθεση του ΟΟΣΑ, η συνταγογράφηση και κατανάλωση αντικαταθλιπτικών στις χώρες του ΟΟΣΑ έχει διπλασιαστεί τα τελευταία δέκα χρόνια.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, περίπου 350 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως πάσχουν από κατάθλιψη. Από αυτούς, η πλειοψηφία προέρχεται από χώρες με σταθερή έως ισχυρή οικονομία. Πρώτη στην κατανάλωση αντικαταθλιπτικών τα τελευταία δέκα χρόνια είναι η Ισλανδία. Ακολουθούν η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Δανία και η Σουηδία. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ισλανδία το 2008 σχεδόν το 30% των γυναικών ηλικίας άνω των 65 ετών έπαιρνε αντικαταθλιπτικά. Αυξητικές τάσεις παρουσιάζει η χρήση αντικαταθλιπτικών και στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (Iσπανία, Πορτογαλία, Ιταλία), κάτι που, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, σχετίζεται με την οικονομική κρίση.
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες πάνω σε διάφορα είδη φαρμακευτικής αγωγής κατά της κατάθλιψης, πολλά νέα φάρμακα για ελαφρές κυρίως εκφάνσεις της ασθένειας επιφέρουν μεν θετικά αποτελέσματα στους ασθενείς, λειτουργούν όμως ως ήπια ναρκωτικά.
Από την άλλη πλευρά, πολλοί ψυχίατροι εκτιμούν ότι τα ίδια αντικαταθλιπτικά φάρμακα μπορούν να έχουν άλλη επίδραση και ιδιαίτερα διαφοροποιημένες παρενέργειες σε διαφορετικούς ασθενείς. Και όπως αναφέρουν ειδικοί : «Δυστυχώς δεν υπάρχει ένα ασφαλές σύστημα πρόβλεψης της αντίδρασης του οργανισμού κάθε ασθενούς σε αυτά φάρματα».
Για την ώρα πάντως δεν μπορεί κανείς με απόλυτη σιγουριά να αποφανθεί για το ποια θεραπεία θα ταίριαζε στην περίπτωση κάθε ασθενή. Η επιλογή της κάθε θεραπείας γίνεται εμπειρικά με βάση τα συμπτώματα: ο γιατρός επιλέγει μια θεραπεία και σε περίπτωση που αυτή δεν έχει αποτελέσματα δοκιμάζει κάποια άλλη.
Αυτό που τονίζουν οι επιστήμονες είναι το να δίνεται χρόνος στη σωστή διάγνωση από τον εκάστοτε γιατρό και να πραγματοποιούνται εξετάσεις σε τακτικά χρονικά διαστήματα, ώστε να παρακολουθείται καλύτερα η πορεία του κάθε ασθενούς και οι ιδιαίτερες θεραπευτικές ανάγκες του.