Η χοληστερίνη είναι ένα από τα πιο συζητημένα θέματα στον τομέα της υγείας, και συχνά ακούγεται ότι η HDL, γνωστή και ως «καλή» χοληστερίνη, έχει ευεργετική δράση για τον οργανισμό. Παρόλο που η υψηλή HDL συνδέεται συνήθως με μειωμένο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμα και η «καλή» χοληστερίνη μπορεί να αποδειχτεί επικίνδυνη.
Η HDL έχει τη λειτουργία να μεταφέρει τη χοληστερίνη από τα αιμοφόρα αγγεία προς το ήπαρ, όπου επεξεργάζεται και αποβάλλεται από τον οργανισμό, μειώνοντας έτσι την πιθανότητα αθηροσκλήρωσης και καρδιοαγγειακών προβλημάτων. Παράλληλα, προστατεύει από την εναπόθεση της «κακής» LDL χοληστερίνης στα τοιχώματα των αρτηριών. Ωστόσο, όταν τα επίπεδα της HDL χοληστερίνης είναι εξαιρετικά υψηλά, μπορούν να προκύψουν προβλήματα.
Η υπερβολική ποσότητα HDL μπορεί να σχετίζεται με διάφορες καταστάσεις, όπως ορισμένες κληρονομικές παθήσεις ή το υπερβολικό κάπνισμα. Επιπλέον, μελέτες έχουν δείξει ότι, σε κάποιες περιπτώσεις, η πολύ υψηλή HDL δεν μπορεί να εξασφαλίσει την αναμενόμενη προστασία από τις καρδιοαγγειακές παθήσεις. Αντίθετα, μπορεί να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιολογικών επεισοδίων, αν συνυπάρχουν άλλοι παράγοντες κινδύνου, όπως η υπέρταση ή ο διαβήτης.
Επιπλέον, η υπερβολική HDL μπορεί να μην έχει την ίδια ευεργετική δράση στον οργανισμό όταν η ποιότητά της δεν είναι καλή. Πιο συγκεκριμένα, η HDL μπορεί να διαφέρει ποιοτικά και όχι μόνο ποσοτικά, και η «κακή» μορφή της δεν μπορεί να εκτελέσει σωστά τη λειτουργία της, με αποτέλεσμα να μην προστατεύει την καρδιά όσο περιμένουμε.
Όπως με όλα τα βιολογικά συστήματα, η ισορροπία είναι το κλειδί. Οι υγιείς τιμές της HDL συντελούν στην πρόληψη των καρδιοαγγειακών νοσημάτων, όμως η υπερβολή μπορεί να αποδειχτεί επιζήμια. Ο τακτικός έλεγχος και η σωστή διαχείριση της διατροφής, της άσκησης και άλλων παραμέτρων είναι απαραίτητοι για την επίτευξη της ιδανικής ισορροπίας.