Τα ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά έχουν κερδίσει τα τελευταία χρόνια σημαντική θέση στη διατροφή, καθώς πολλοί αναζητούν τρόπους να μειώσουν την κατανάλωση ζάχαρης χωρίς να στερηθούν τη γλυκιά γεύση. Τι ακριβώς είναι όμως, πόσο ασφαλή θεωρούνται και ποιος μπορεί να τα καταναλώνει;
Πρόκειται για ουσίες που προσδίδουν γλυκύτητα στα τρόφιμα και τα ποτά, παρέχοντας ελάχιστες ή και καθόλου θερμίδες. Τα πιο γνωστά είναι η ασπαρτάμη, η σακχαρίνη, η σουκραλόζη, η ακεσουλφάμη Κ, καθώς και τα φυσικής προέλευσης γλυκαντικά, όπως η στεβία. Η γλυκαντική τους δύναμη είναι πολλαπλάσια της ζάχαρης, γεγονός που επιτρέπει τη χρήση μικρότερων ποσοτήτων.
Ένα βασικό πλεονέκτημα είναι ότι συμβάλλουν στη μείωση της θερμιδικής πρόσληψης και στη διαχείριση του σωματικού βάρους, όταν χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο μιας ισορροπημένης διατροφής. Επιπλέον, δεν αυξάνουν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, κάτι που τα καθιστά ιδιαίτερα χρήσιμα για άτομα με σακχαρώδη διαβήτη. Ακόμη, δεν προκαλούν τερηδόνα, σε αντίθεση με τη ζάχαρη, άρα θεωρούνται πιο «φιλικά» προς τα δόντια.
Όσον αφορά την ασφάλεια, όλοι οι γλυκαντικοί παράγοντες που κυκλοφορούν στην αγορά έχουν εγκριθεί από διεθνείς οργανισμούς όπως η EFSA (Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων) και ο FDA (Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων). Κάθε ουσία έχει καθοριστεί με αποδεκτή ημερήσια πρόσληψη (ADI), ποσότητα που μπορεί να καταναλώνεται καθημερινά χωρίς κίνδυνο. Στην πράξη, είναι δύσκολο να φτάσει κανείς αυτά τα όρια μόνο μέσω της διατροφής.
Ωστόσο, καλό είναι να θυμόμαστε ότι τα ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά δεν αποτελούν «μαγική λύση». Αν καταναλώνονται υπερβολικά ή αν συνοδεύονται από ανθυγιεινές διατροφικές επιλογές, δεν θα προσφέρουν τα αναμενόμενα οφέλη. Για τα παιδιά και τις εγκύους συνιστάται η χρήση τους με μέτρο και πάντα με τη συμβουλή γιατρού ή διατροφολόγου.
Συνολικά, τα ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά μπορούν να αποτελέσουν ένα χρήσιμο εργαλείο για τη μείωση της ζάχαρης και των θερμίδων, αρκεί να χρησιμοποιούνται σωστά και στο πλαίσιο μιας ισορροπημένης διατροφής.