Τα κοινά συμπτώματα των φθινοπωρινών ιώσεων περιλαμβάνουν βραχνάδα, «μπούκωμα» ή καταρροή, μυϊκούς πόνους, βήχα και ενδεχομένως πυρετό. Συνήθως πλήττουν το άνω αναπνευστικό σύστημα, διαρκούν μερικές ημέρες και δεν προκαλούν σοβαρές επιπλοκές σε υγιείς ανθρώπους. Ωστόσο, ο κύκλος μετάδοσης του ιού δεν συμπίπτει πάντα με την ένταση των συμπτωμάτων που παρουσιάζουμε. Οι επιστήμονες συνιστούν μια σειρά οδηγιών για να διασφαλίσουμε ότι επιστρέφουμε στις καθημερινές μας δραστηριότητες χωρίς να κινδυνεύουμε να μεταδώσουμε τα μικρόβια μας στους άλλους.
Ηπιες λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού
Οι ιοί που προκαλούν αυτό που άτυπα λέμε κοινό κρυολόγημα, είναι πολλοί, εξηγούν οι γιατροί. Συνήθως η εισβολή τους στο σώμα εκδηλώνεται με σχετικά ήπιες λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού που ωστόσο είναι σχετικά μεταδοτικές, σύμφωνα με τον Δρ. Dean Winslow, Καθηγητής Ιατρικής και Λοιμωξιολογίας στο Stanford Medicine στην Καλιφόρνια.
«Στα κρυολογήματα η πλέον κοινή αιτία είναι ο ρινοϊός, επισημαίνει, ενώ επίσης συχνά οι λοιμώξεις οφείλονται σε αδενοϊούς και κορονοϊούς».
Αυτός είναι και ο λόγος που κατά την διάρκεια του χειμώνα μπορεί να «κρυολογήσουμε» πολλές φορές, αφού η ασθένεια μπορεί να εκδηλώνεται με τα ίδια συμπτώματα, προκαλείται όμως από διαφορετικούς ιούς ή στελέχη τους, εξηγεί ο Δρ. Winslow.
Οι ιοί του κρυολογήματος, μεταδίδονται μέσω του αέρα και χρειάζονται στενή επαφή με τον πάσχοντα. Τα πιο κοινά συμπτώματα τους είναι το φτέρνισμα, η ρινική συμφόρηση, ο πονόλαιμος, ο βήχας και (σπάνια) ο πυρετός. Κατά κανόνα, ο ασθενής μπορεί να μεταδώσει τον ιό μία ημέρα πριν από την έναρξη των συμπτωμάτων και για περίπου 24-48 ώρες μετά την έναρξη τους.
Οι ειδικοί συστήνουν την χρήση μάσκας για διάστημα 5-6 ημερών μετά την έναρξη των συμπτωμάτων ώστε να προστατεύσουμε τους γύρω μας.
Τι ισχύει για τον ιό της γρίπης
Οι πιο κοινοί τύποι γρίπης είναι οι τύπου Α και Β, και προσβάλουν συνήθως ρινοφάρυγγα και σπανιότερα τους πνεύμονες. Τα συμπτώματα της γρίπης μπορεί να κυμαίνονται από ήπια έως σοβαρά και περιλαμβάνουν:
- Πυρετό
- Κρυάδα
- Βήχα
- Πονόλαιμο
- Καταρροή ή βουλωμένη μύτη
- Μυϊκούς πόνους
- Πονοκέφαλο
- Κούραση
- Έμετος και διάρροια (αν και τα γαστρεντερικά συμπτώματα είναι πιο συχνά στα παιδιά)
Η γρίπη μεταδίδεται κυρίως αερογενώς από μικροσκοπικά σταγονίδια που δημιουργούνται όταν τα μολυσμένα άτομα βήχουν, φτερνίζονται ή μιλούν. Μπορεί επίσης να μεταδοθεί με την επαφή, μέσω επιφανειών που έχουν μολυνθεί.
Όπως και με το κρυολόγημα, ο ιός της γρίπης μπορεί να μεταδοθεί έως και 24 ώρες πριν την έναρξη των συμπτωμάτων και ο φορέας γίνεται πιο μεταδοτικός τις 2 πρώτες ημέρες από την εκδήλωση της λοίμωξης.
Την τρίτη ή τέταρτη ημέρα, μπορεί τα συμπτώματα να είναι ακόμα έντονα ως αποτέλεσμα της ενεργοποίησης του ανοσοποιητικού, αλλά η ποσότητα του ιού που αποβάλλεται είναι μικρότερη, επισημαίνουν οι γιατροί.
«Αν και είναι λιγότερο πιθανό να “κολλήσετε” κάποιον εκείνο το διάστημα εξακολουθείτε να είστε δυνητικά μεταδοτικοί. Θα συνιστούσα σε όσους νόσησαν να φορούν μάσκα όλο το διάστημα στο οποίο έχουν ακόμα συμπτώματα από το ανώτερο αναπνευστικό», λέει ο Δρ. Winslow.
Το εμβόλιο κατά της γρίπης μπορεί να μειώσει τις πιθανότητες να κολλήσουμε και να εκδηλώσουμε σοβαρή νόσο. Ωστόσο είναι άγνωστο αν επηρεάζει και το πόσο μεταδοτικοί είμαστε όταν προσβληθούμε από τον ιό.
Αντιικά φάρμακα που λαμβάνονται εντός των πρώτων 48 ωρών μετά την έναρξη των συμπτωμάτων πιθανότατα μας καθιστούν λιγότερο μεταδοτικούς, σύμφωνα με τους επιστήμονες, καθώς μειώνουν τη διάρκεια των συμπτωμάτων αλλά και την ποσότητα ιικού φορτίου στον οργανισμό.
Η μεταδοτικότητα του συγκυτιακού ιού RSV
Ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός είναι εξαιρετικά μεταδοτικός. Προκαλεί φλεγμονή της αναπνευστικής οδού και έχει ήπια συμπτώματα που μοιάζουν με κρυολόγημα, σύμφωνα με το Yale Medicine.
Η διάκριση του σε σχέση με τους ιούς του απλού κρυολογήματος μπορεί να είναι δύσκολη, αν και ο ιός RSV συνήθως περιλαμβάνει περισσότερη παραγωγή βλέννας.
Όσοι έχουν μολυνθεί εμφανίζουν συμπτώματα εντός τεσσάρων έως έξι ημερών μετά τη μόλυνση, σύμφωνα με το CDC και η λοίμωξη εκδηλώνεται με καταρροή, μείωση της όρεξης, βήχα, φτέρνισμα, πυρετό και συριγμό.
Ο RSV μεταδίδεται μέσω σταγονιδίων που απελευθερώνονται στον αέρα όταν ένα μολυσμένο άτομο βήχει ή φτερνίζεται, από την άμεση επαφή ή από το άγγιγμα μιας μολυσμένης επιφάνειας (όπως ένα πόμολο πόρτας), επισημαίνουν επιστήμονες του Yale Medicine.
Το χρονικό «παράθυρο» στο οποίο ο ασθενής μπορεί να «κολλήσει» άλλους είναι 1-2 μέρες πριν εμφανιστούν τα συμπτώματά και στη συνέχεια συνήθως 3-8 ημέρες μετά την έκθεση στον παθογόνο παράγοντα.
Η ποσότητα του ιού που αποβάλλεται από το σώμα μειώνεται δραματικά μετά τις πρώτες μέρες, λένε οι γιατροί, εκτός αν ο ασθενής έχει εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι νοσούντες μπορεί να παραμείνουν μεταδοτικοί για διάστημα που φτάνει ακόμα και τις τέσσερις εβδομάδες, σύμφωνα με το CDC.
Μην ξεχνάμε τον κορονοιό
Ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκε ο ιός της COVID-19 τον κάνει περισσότερο μεταδοτικό αλλά λιγότερο νοσογόνο, εξηγούν οι ειδικοί. Τα συμπτώματα μπορεί να κυμαίνονται από ήπια έως σοβαρά και μπορεί να περιλαμβάνουν:
- Πυρετό
- Κρυάδα
- Βήχα
- Δυσκολία στην αναπνοή
- Κούραση
- Πόνο στους μύες ή στο σώμα
- Πονοκέφαλο
- Απώλεια γεύσης ή όσφρησης
- Πονόλαιμο
- Συμφόρηση ή καταρροή
- Ναυτία
- έμετο και διάρροια
«Η έρευνα έχει επιβεβαιώσει ότι μπορεί να είστε μεταδοτικοί έως και 24 ώρες πριν από την έναρξη των συμπτωμάτων» λέει ο Δρ. Winslow και προσθέτει πως «η σοβαρότητα με την οποία θα εκδηλωθεί η νόσος καθορίζει και το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο μπορούμε να μεταδώσουμε τον ιό στους άλλους».
Όταν τα συμπτώματα είναι ήπια ή απουσιάζουν εντελώς, χρειάζεται προσοχή μέχρι την 5η μέρα μετά την εργαστηριακή επιβεβαίωση της λοίμωξης. Το αμερικανικό CDC, συνιστά την χρήση μάσκας μέχρι την 10η μέρα ή μέχρις ότου βγει αρνητικό το τεστ ελέγχου.
Άτομα με μέτρια ή σοβαρή COVID-19 θα πρέπει να απομονώνονται τουλάχιστον μέχρι την 10η ημέρα ενώ μπορεί να παραμείνουν μολυσματικά για έως και 20 ημέρες.
Όσοι έχουν ολοκληρώσει τον βασικό εμβολιασμό μπορούν ακόμα να μεταδώσουν τον ιό αλλά για μικρότερο χρονικό διάστημα σύμφωνα με σχετική μελέτη του Χάρβαρντ.