Σύμφωνα με νέα μελέτη, οι γυναίκες που βιώνουν πιο έντονα συμπτώματα εμμηνόπαυσης έχουν αυξημένες πιθανότητες να αναπτύξουν άνοια σε μεγαλύτερη ηλικία. Οι εξάψεις, ένα συνηθισμένο σύμπτωμα της εμμηνόπαυσης, έχουν ήδη συσχετιστεί με προβλήματα μνήμης και αλλαγές στη λειτουργία του εγκεφάλου. Ωστόσο, νέα ευρήματα που παρουσιάστηκαν στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Εμμηνόπαυσης υποδεικνύουν ότι οι εξάψεις, ειδικά όταν εμφανίζονται κατά τη διάρκεια του ύπνου ως νυχτερινή εφίδρωση, μπορεί να είναι πρώιμο σημάδι αυξημένου κινδύνου για την ανάπτυξη Αλτσχάιμερ, σημειώνουν οι ερευνητές.
«Διαπιστώσαμε ότι οι γυναίκες που παρουσιάζουν περισσότερες εξάψεις κατά τη διάρκεια της νύχτας είχαν υψηλότερα επίπεδα της πρωτεΐνης β-αμυλοειδούς, η οποία εντοπίζεται και στους ασθενείς με Αλτσχάιμερ», αναφέρει η Rebecca Thurston, PhD, διευθύντρια του Προγράμματος Γυναικείας Βιοσυμπεριφορικής Υγείας στο τμήμα ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ. «Αυτοί οι βιοδείκτες μπορεί να προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες για τον μελλοντικό κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου», επισημαίνει.
Ο αντιπροσωπευτικός βιοδείκτης
Για τις ανάγκες της έρευνας, οι μελετητές παρακολούθησαν 248 γυναίκες ηλικίας 45 έως 67 ετών που εμφάνιζαν συμπτώματα εμμηνόπαυσης.
Για 24 ώρες, καταγράφονταν στοιχεία της λειτουργίας του σώματος τους, όπως η θερμοκρασία και η εφίδρωση ενώ με αιματολογικές εξετάσεις αξιολογήθηκαν τα επίπεδα της β-αμυλοειδούς πρωτείνης.
Πρόκειται για έναν βιοδείκτη αντιπροσωπευτικό για την εμφάνιση επιβλαβών πρωτεϊνών στον εγκέφαλο που θεωρείται ότι παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της νόσου του Αλτσχάιμερ.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες που αντιμετώπιζαν συχνότερα νυχτερινές εξάψεις είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν χαμηλότερα επίπεδα της πρωτεΐνης γεγονός που συνδέεται με την κλινική διάγνωση της νόσου, αν και αυτό δεν είναι απόλυτη ένδειξη.
Η Δρ. Thurston σημειώνει ότι αυτή και η ομάδα της δεν μπόρεσαν να καθορίσουν ποσοτικά τον βαθμό του κινδύνου καθώς δεν έχουν προηγηθεί ανάλογες μελέτες που θα δρούσαν ως σημείο αναφοράς.
Η συγκεκριμένη έρευνα συνδέεται με ανάλογη μελέτη της ίδιας επιστημονικής ομάδας η οποία είχε δημοσιευτεί τον Ιανουάριο του 2023 στο περιοδικό Neurology και η οποία έδειξε ότι οι γυναίκες με περισσότερες νυχτερινές εφιδρώσεις είχαν περισσότερες συγκεντρώσεις μιας άλλης ουσίας που συνδέεται με τον κίνδυνο εκδήλωσης άνοιας.
Η βαρύτητα των συμπτωμάτων
Η Ένωση Αλτσχάιμερ εκτιμά ότι περισσότεροι από έξι εκατομμύρια άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες πάσχουν από τη νόσο και από αυτούς τα δύο τρίτα είναι γυναίκες.
«Δεδομένου του επιπολασμού της νόσου, είναι πολύ σημαντικό να προσδιοριστούν ποιοι παράγοντες αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης Αλτσχάιμερ ή τι μπορεί να αποτελεί πρώιμο σημάδι κινδύνου», λέει η Asima Ahmad, ενδοκρινολόγος και επικεφαλής ιατρός και συνιδρυτής της Carrot Fertility.
«Αυτές οι παράμετροι μπορεί να μας βοηθήσουν να αναπτύξουμε πιθανές θεραπείες για να παρέμβουμε έγκαιρα και πιθανώς να αποτρέψουμε ή να καθυστερήσουμε την εμφάνιση του Αλτσχάιμερ», προσθέτει.
Αντιμετωπίζοντας τις νυχτερινές εφιδρώσεις
Οι γυναίκες που εμφανίζουν συχνές εξάψεις, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του ύπνου, μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο άνοιας βελτιώνοντας την ποιότητα του ύπνου τους, υιοθετώντας πιο υγιεινή διατροφή, μετριάζοντας την κατανάλωση αλκοόλ, βάζοντας την άσκηση στην ζωή τους και ρυθμίζοντας τυχόν προβλήματα υγείας όπως η υπέρταση ή ο διαβήτης, τονίζει η Καθηγήτρια Μαιευτικής και Γυναικολογίας στο Stanford Health Care στο Palo Alto της Καλιφόρνιας, Leah Millheiser.
Από την πλευρά τους, οι επιστήμονες της Αμερικανικής Εταιρείας Αλτσχάιμερ, «φωτογραφίζουν» τις ορμονικές αλλαγές της εμμηνόπαυσης ως πιθανό ένοχο για την αύξηση του κινδύνου εμφάνισης άνοιας. Τα οιστρογόνα σημειώνουν είναι μια από τις απαραίτητες ορμόνες για την διατήρηση της σωστής λειτουργία της μνήμης και μειώνονται όταν οι γυναίκες φτάνουν στην εμμηνόπαυση.
Οι διαταραχές του ύπνου, οι οποίες μπορεί να προκληθούν από τις ενοχλητικές νυχτερινές εφιδρώσεις, επίσης επηρεάζουν αρνητικά τις γνωστικές διαδικασίες όπως είναι η μνήμη.
Ωστόσο, οι συγγραφείς της πρόσφατης μελέτης, υπολόγισαν και τις δυο παραπάνω συνισταμένες πριν καταλήξουν στα συμπεράσματα τους και διαπίστωσαν ότι οι συσχετισμοί κινδύνου που παρατηρήθηκαν δεν εξηγούνται από αυτούς τους παράγοντες.