Ένα από τα πιο συχνά προβλήματα με τα μάτια στην τρίτη ηλικία είναι ο καταρράκτης. Παρόλο που ο καταρράκτης μπορεί να αντιμετωπιστεί με μια απλή επέμβαση, δεν πάντα λαμβάνει την κατάλληλη προσοχή. Αυτό συμβαίνει γιατί, αφενός, το άτομο μπορεί να μην αντιληφθεί την παρουσία του καταρράκτη και, αφετέρου, ακόμα και όταν αναγνωριστεί, δεν ληφθεί αμέσως απόφαση για χειρουργική παρέμβαση, λόγω της πεποίθησης ότι ο καταρράκτης πρέπει να φτάσει σε ένα συγκεκριμένο «ώριμο» στάδιο πριν από τη χειρουργική θεραπεία. Ωστόσο, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι, μόλις διαγνωστεί, ο καταρράκτης πρέπει να χειρουργηθεί προκειμένου να αποκατασταθεί η όραση του ατόμου.
Πώς λειτουργεί ο οφθαλμός
Προτού αναλύσουμε τη νόσο του καταρράκτη, τις επιπτώσεις που επιφέρει στην όραση, καθώς και τους τρόπους αντιμετώπισής της, θα δοθούν ορισμένες πληροφορίες για τον φυσιολογικό οφθαλμό. Ο ανθρώπινος οφθαλμός θα μπορούσε να συγκριθεί με μια φωτογραφική μηχανή, τόσο στην κατασκευή, όσο και στις αρχές λειτουργίας του. Το μάτι διαθέτει δύο φακούς στο πρόσθιο τμήμα του, τον κερατοειδή και τον κρυσταλλοειδή φακό. Στο οπίσθιο τμήμα του, διαθέτει το «φιλμ», όπου εστιάζονται οι εικόνες, που είναι ο αμφιβληστροειδής χιτώνας.
Οι φακοί οφείλουν να είναι διαυγείς και να έχουν σωστές καμπυλότητες, για να εστιάζουν το φως που περνά μέσα στο μάτι στον αμφιβληστροειδή και να σχηματίζεται μια καθαρή εικόνα. Όταν υπάρχουν παθολογικές καταστάσεις, όπου οι φακοί είναι θολοί ή έχουν ανώμαλη καμπυλότητα, το αποτέλεσμα είναι η εικόνα στον αμφιβληστροειδή να μη σχηματίζεται σωστά και η όραση των ασθενών να μην είναι καλή.
Τι είναι ο καταρράκτης
Ο καταρράκτης είναι η θόλωση του κρυσταλλοειδούς φακού του οφθαλμού και έχει ως συνέπεια τη μείωση της όρασης των ασθενών. Η μείωση της όρασης δημιουργεί προβλήματα σε καθημερινές λειτουργίες και δραστηριότητες των ασθενών όπως η νυχτερινή οδήγηση, το διάβασμα και η θέαση της τηλεόρασης. Ο καταρράκτης προκαλείται από ποικίλες αιτίες: η συνηθέστερη αιτία εμφάνισής του είναι η φυσιολογική (σε άτομα τρίτης ηλικίας) γήρανση του κρυσταλλοειδούς φακού (γεροντικός καταρράκτης), ενώ άλλες αιτίες είναι η χρήση φαρμάκων όπως η κορτιζόνη (φαρμακευτικός καταρράκτης), η παρουσία συστηματικών νοσημάτων, τα τραύματα της κεφαλής (τραυματικός καταρράκτης) και κάποια γενετική ανωμαλία (συγγενής καταρράκτης).
Αξίζει να σημειωθεί ότι στον γεροντικό καταρράκτη η μείωση της όρασης επέρχεται σταδιακά και με αργό ρυθμό, με αποτέλεσμα οι ασθενείς να μην τον αντιλαμβάνονται, νομίζοντας ότι έχουν φυσιολογική όραση.
Διάγνωση
Όταν ο καταρράκτης γίνει σημαντικός, περιορίζει την όραση των ασθενών τόσο ποσοτικά, όσο και ποιοτικά. Κατά την εξέταση στον οφθαλμίατρο διαπιστώνεται οπτική οξύτητα κάτω από 5/10, ενώ, κατά τον κλινικό έλεγχο, γίνεται αντιληπτή από τον οφθαλμίατρο η θόλωση του κρυσταλλοειδούς φακού. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει κάποιο άλλο παθολογικό αίτιο που να μειώνει την όραση του ασθενούς, τίθεται η τελική διάγνωση για τον καταρράκτη και γίνεται σύσταση χειρουργικής επέμβασης.
Αντιμετώπιση & θεραπεία
Ο καταρράκτης δεν μπορεί να βελτιωθεί με κολλύρια ή με φαρμακευτική αγωγή, καθώς για τη θεραπεία του απαιτείται χειρουργική αφαίρεση του θολού κρυσταλλοειδούς φακού. Το χειρουργείο καταρράκτη είναι η συχνότερη χειρουργική επέμβαση που γίνεται στο ανθρώπινο σώμα παγκοσμίως: περίπου το 1% του γενικού πληθυσμού κάθε χρόνο υποβάλλεται σε χειρουργείο καταρράκτη.
Πριν την έναρξη του χειρουργείου καταρράκτη, ο ασθενής λαμβάνει τοπική αναισθησία στον οφθαλμό με χρήση κολλυρίων και μυδρίαση (διαστολή της κόρης). Γενική αναισθησία δεν είναι απαραίτητη, γίνεται όμως χορήγηση μέθης. Η διάρκεια του χειρουργείου, είναι περίπου 15 λεπτά και ο ασθενής είναι ξαπλωμένος κάτω από ένα μικροσκόπιο με έντονο φως. Ο οφθαλμός διατηρείται ανοιχτός με τη βοήθεια ενός βλεφαροδιαστολέα και κατά την επέμβαση ο ασθενής δεν αισθάνεται πόνο ή άλλες ενοχλήσεις. Μετά την αφαίρεση του κρυσταλλοειδούς φακού, τοποθετείται νέος τεχνητός φακός, ο οποίος παραμένει εκεί για το υπόλοιπο της ζωής του ασθενούς.
Μετά το χειρουργείο καταρράκτη, ο ασθενής δεν χρήζει νοσηλείας και μεταβαίνει σπίτι του, χωρίς να είναι αναγκαία η οφθαλμική επίδεση. Η όραση αποκαθίσταται μετά από μερικές μέρες, ενώ ο ασθενής χρησιμοποιεί κολλύρια για 4 εβδομάδες μετά το χειρουργείο. Τέλος, υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί για 7 ημέρες μετά τη χειρουργική επέμβαση, που είναι: η αποφυγή τριβής του ματιού, η αποφυγή επαφής του ματιού με νερό και σαπουνάδα κατά τη διάρκεια της προσωπικής υγιεινής, καθώς και η αποφυγή άρσης μεγάλου βάρους.
Ο όρος «ώριμος» καταρράκτης
Μια συνήθης ερώτηση των ασθενών προς τους οφθαλμιάτρους είναι η ακόλουθη: «είναι ο καταρράκτης μου αρκετά ώριμος για να χειρουργηθεί;» Η έννοια του «ώριμου» καταρράκτη δεν είναι δόκιμη, γιατί αυτό που εκλαμβάνεται (και περιγράφεται) ως «ωριμότητα» του καταρράκτη σχετίζεται με τις απαιτήσεις όρασης του μέσου ανθρώπου. Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος που ζούσε πριν 60 χρόνια, δεν χρησιμοποιούσε τόσο συχνά αυτοκίνητο, δεν έβλεπε τόσο πολύ τηλεόραση, δεν χρησιμοποιούσε υπολογιστή και κινητό τηλέφωνο και, πιθανόν, διάβαζε πιο σπάνια, με αποτέλεσμα να μην έχει ανάγκη οξείας όρασης. Οι απαιτήσεις όρασης όμως του σύγχρονου ανθρώπου έχουν αυξηθεί σημαντικά λόγω της αλλαγής του τρόπου ζωής, γι’ αυτό και ο ίδιος καταρράκτης που σήμερα θεωρείται «ώριμος» δεν θα εθεωρείτο «ώριμος» πριν 60 χρόνια.
Ενδοφθάλμιοι φακοί
Μετά την αφαίρεση του φυσικού κρυσταλλοειδούς φακού, τοποθετούμε έναν τεχνητό (πλαστικό) φακό στη θέση του. Υπάρχουν 3 βασικές κατηγορίες ενδοφθάλμιων φακών που είναι: οι μονοεστιακοί φακοί, που διορθώνουν προϋπάρχουσα μυωπία και υπερμετρωπία, οι τορικοί φακοί, που διορθώνουν τον αστιγματισμό και, τέλος, οι πολυεστιακοίενδοφακοί, που διορθώνουν μερικώς και την πρεσβυωπία. Τα επιδιωκόμενα διαθλαστικά αποτελέσματα, είναι μια σύνθετη διαδικασία για την οποία χρειάζεται στενή συνεργασία οφθαλμιάτρου και ασθενούς, έτσι ώστε να επιτευχθεί ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα που θα καλύψει τις ανάγκες του δεύτερου.