Εκτός από τις μεγάλες αλλαγές στα καιρικά φαινόμενα που διαπιστώνουμε τα τελευταία χρόνια λόγω τις κλιματικής αλλαγής, μια νέα μελέτη έρχεται να αποκαλύψει πως η απώλεια βιοποικιλότητας είναι ο μεγαλύτερος «υπεύθυνος» για τα ξεσπάσματα μολυσματικών ασθενειών.
Η βιοποικιλότητα, ή πιο απλά η ποικιλία όλων των οργανισμών που ζουν στον πλανήτη μας, μειώνεται με ανησυχητικούς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, όπως η ρύπανση και η κλιματική αλλαγή.
Η κλιματική αλλαγή, λοιπόν, έρχεται τόσο γρήγορα που πολλά είδη φυτών και ζώων αγωνίζονται για να επιβιώσουν. Σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ, έως και 1 εκατομμύριο είδη πανίδας και χλωρίδας αναμένεται να απειληθούν με εξαφάνιση, από τα 8 εκατομμύρια που υπολογίζεται ότι υπάρχουν στον πλανήτη, πολλά εκ των οποίων εντός των επόμενων δεκαετιών.
Τα υγιή οικοσυστήματα μας παρέχουν πολλά στοιχεία ζωτικής σημασίας που θεωρούμε δεδομένα: Τα φυτά μετατρέπουν την ενέργεια του ήλιου, καθιστώντας την διαθέσιμη σε άλλες μορφές ζωής. Τα βακτήρια και άλλοι ζωντανοί οργανισμοί διασπούν την οργανική ύλη σε θρεπτικά στοιχεία παρέχοντας στα φυτά υγιές έδαφος για να αναπτυχθούν. Οι επικονιαστές είναι απαραίτητοι στην αναπαραγωγή των φυτών, εξασφαλίζοντας παράλληλα την παραγωγή των τροφίμων μας. Τα φυτά και οι ωκεανοί αποτελούν σημαντικές δεξαμενές άνθρακα. Επίσης, ο κύκλος του νερού βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στους ζωντανούς οργανισμούς.
Με λίγα λόγια, η βιοποικιλότητα μας παρέχει καθαρό αέρα, φρέσκο νερό, έδαφος καλής ποιότητας και επιτρέπει την επικονίαση των καλλιεργειών μας. Μας βοηθά να καταπολεμήσουμε και να προσαρμοστούμε στην κλιματική αλλαγή, αλλά και να μειώσουμε τις δυσμενείς επιπτώσεις των φυσικών κινδύνων.
Δεδομένου ότι οι ζωντανοί οργανισμοί αλληλοεπιδρούν στα δυναμικά οικοσυστήματα, η εξαφάνιση ενός είδους μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις για την υγεία μας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature, η απώλεια της βιοποικιλότητας, η κλιματική αλλαγή και τα εισαγόμενα είδη αυξάνουν τις πιθανότητες εμφάνισης εμφάνισης επιδημιών μολυσματικών ασθενειών.
Ποιες ασθένειες θα «ξυπνήσει» η κλιματική αλλαγή
Οι επιστήμονες ανέλυσαν σχεδόν 1.000 μελέτες σχετικά με τους παγκόσμιους περιβαλλοντικούς παράγοντες των μολυσματικών ασθενειών, καλύπτοντας όλες τις ηπείρους εκτός από την Ανταρκτική. Εξέτασαν τόσο τη σοβαρότητα όσο και τον επιπολασμό των ασθενειών σε φυτικούς, ζωικούς και ανθρώπινους ξενιστές.
Η ερευνητική ομάδα επικεντρώθηκε σε 5 παράγοντες παγκόσμιας αλλαγής: απώλεια βιοποικιλότητας, κλιματική αλλαγή, χημική ρύπανση, μη ιθαγενή είδη και απώλεια οικοτόπων. Παρατηρήθηκε ότι 4 από τους 5 αύξησαν τις πιθανότητες εξάπλωσης των ασθενειών: όλοι εκτός από την απώλεια ενδιαιτημάτων αύξησαν τις πιθανότητες εμφάνισης ασθένειας. Το ίδιο ίσχυε για τις ασθένειες που προσβάλλουν τους ανθρώπους, τα ζώα ή τα φυτά.
Πολλές άλλες ασθένειες που σήμερα ανησυχούν τις παγκόσμιες υγειονομικές αρχές – συμπεριλαμβανομένης της γρίπης των χοίρων και της γρίπης των πτηνών – προήλθαν από άγρια ζώα. Τα 3/4 των αναδυόμενων ασθενειών στον άνθρωπο είναι ζωονόσοι, δηλαδή μολύνουν και την άγρια και την οικόσιτη ζωή.
Ερευνητές από την Καλιφόρνια και τη Μασαχουσέτη εκτιμούν ότι η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των μολυσματικών ασθενειών που προκαλούνται από ιούς, βακτήρια, μύκητες και παράσιτα.
Αυτές περιλαμβάνουν ενδεικτικά ασθένειες που μεταδίδονται από κρότωνες (τσιμπούρια) ή από άλλα μολυσμένα είδη αρθρόποδων, όπως η ελονοσία, καθώς και νέες μυκητιάσεις.
Για παράδειγμα, η ελονοσία μπορεί να γίνει πιο διαδεδομένη εξαιτίας της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Όταν οι χειμώνες γίνονται πιο σύντομοι και ζεστοί, τα κουνούπια και άλλοι πιθανοί μολυσματικοί οργανισμοί έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα επιβίωσης και επομένως πρόκλησης νόσων.
Παράλληλα, παλαιότερες ασθένειες όπως η βουβωνική πανώλη θα μπορούσαν να εξαπλωθούν, κάτι που έχει ήδη παρατηρηθεί σε πολιτείες όπως το Νέο Μεξικό.
«Η μείωση των εκπομπών και της απώλειας της βιοποικιλότητας, καθώς και η πρόληψη της εξάπλωσης των χωροκατακτητικών ειδών θα μπορούσαν να συμβάλουν στη μείωση του κινδύνου. Ελπίζουμε ότι οι αναλύσεις μας θα διευκολύνουν τις προσπάθειες ελέγχου, μετριασμού και επιτήρησης των ασθενειών σε παγκόσμιο επίπεδο», υπογραμμίζουν οι συγγραφείς της μελέτης.