Η πρόωρη εμμηνόπαυση, που ορίζεται ως η διακοπή της εμμηνορροϊκής λειτουργίας πριν τα 40 έτη, δεν επηρεάζει μόνο τη γονιμότητα και τα συμπτώματα όπως οι εξάψεις ή οι διαταραχές ύπνου, αλλά συνδέεται και με σοβαρούς μακροπρόθεσμους κινδύνους για την καρδιαγγειακή υγεία. Σύμφωνα με μελέτες, οι γυναίκες που εισέρχονται σε εμμηνόπαυση νωρίτερα έχουν υψηλότερη πιθανότητα εμφάνισης καρδιακών επεισοδίων, όπως έμφραγμα μυοκαρδίου και στεφανιαίας νόσου, συγκριτικά με εκείνες που η εμμηνόπαυση εμφανίζεται σε φυσιολογική ηλικία.
Ο λόγος πίσω από αυτή τη σχέση φαίνεται να είναι η μείωση των επιπέδων οιστρογόνων, των ορμονών που προστατεύουν το καρδιαγγειακό σύστημα. Τα οιστρογόνα βοηθούν στη διατήρηση της ελαστικότητας των αιμοφόρων αγγείων, στη ρύθμιση των λιπιδίων του αίματος και στη μείωση της φλεγμονής. Η απουσία αυτής της προστατευτικής δράσης οδηγεί σε αυξημένη πίεση, συσσώρευση χοληστερόλης στις αρτηρίες και μεγαλύτερη ευαισθησία σε καρδιολογικά επεισόδια.
Εκτός από τη φυσιολογική πρόωρη εμμηνόπαυση, ορισμένες ιατρικές παρεμβάσεις όπως η χειρουργική αφαίρεση των ωοθηκών ή χημειοθεραπείες μπορεί να επιταχύνουν την εμμηνόπαυση και να αυξήσουν περαιτέρω τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Γι’ αυτό και η ιατρική κοινότητα συστήνει την παρακολούθηση αυτών των γυναικών με τακτικές εξετάσεις καρδιακής λειτουργίας, μέτρηση αρτηριακής πίεσης, λιπιδίων και γλυκόζης, καθώς και αξιολόγηση τρόπου ζωής που μειώνει τους παράγοντες κινδύνου, όπως η διατροφή, η άσκηση και η αποφυγή καπνίσματος.
Η πρόληψη και η έγκαιρη παρέμβαση είναι καθοριστικές. Η υιοθέτηση υγιεινών συνηθειών, σε συνδυασμό με την κατάλληλη ιατρική παρακολούθηση, μπορεί να μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο καρδιακών προβλημάτων σε γυναίκες με πρόωρη εμμηνόπαυση. Η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση γύρω από αυτή τη συσχέτιση είναι επίσης απαραίτητες, ώστε να αντιμετωπιστεί έγκαιρα ο αυξημένος καρδιαγγειακός κίνδυνος και να διασφαλιστεί η μακροχρόνια υγεία των γυναικών.