Η έρευνα επιβεβαιώνει τον σημαντικό ρόλο της βιταμίνης D στην αρχή και την πορεία του όγκου του θυρεοειδούς, καθώς και τη θετική της επίδραση στη θεραπεία του καρκίνου αυτού του αδένα. Πέραν αυτού, η βιταμίνη D αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την υγεία του μυοσκελετικού συστήματος και την ομαλή λειτουργία της καρδιάς, των πνευμόνων και του εγκεφάλου.
Πρόσφατες μελέτες όμως υποδεικνύουν ότι η βιταμίνη D διαδραματίζει επίσης έναν ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση των ανοσολογικών αποκρίσεων. Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι αυτή η βιταμίνη επηρεάζει την ενδογενή και επίκτητη ανοσία, ενώ φαίνεται να επιδρά ανοσορυθμιστικά σε αυτοάνοσα νοσήματα και σε καρκίνους.
Τα αυτοάνοσα νοσήματα του θυρεοειδούς είναι τα πιο συχνά με εκτιμώμενο επιπολασμό 5%. Τα συνηθέστερα είναι η θυρεοειδίτιδα Hashimoto και η νόσος του Graves. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση της συχνότητας εμφάνισής τους, ειδικά στον γυναικείο πληθυσμό. Οι ενήλικες γυναίκες αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο να εμφανίσουν αυτά τα αυτοάνοσα νοσήματα από τους άνδρες και παρουσιάζουν συχνότερα ανώμαλη λειτουργία του αδένα (7%-9% έναντι 1%-2%).
Η πρόσφατη βιβλιογραφία αναφέρει ότι υπάρχει υψηλός επιπολασμός της ανεπάρκειας βιταμίνης D στα άτομα με υποθυρεοειδισμό (υπολειτουργικό θυρεοειδή), καθώς και με υπερθυρεοειδισμό (υπερδραστήριο θυρεοειδή) λόγω της νόσου του Graves. Επίσης, η έρευνα φαίνεται να επιβεβαιώνει τον ρόλο της βιταμίνης D στην έναρξη και την εξέλιξη των όγκων του θυρεοειδούς. Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι θα μπορούσε να δράσει στο πρώιμο στάδιο καρκίνου, μειώνοντας τον πολλαπλασιασμό και την επιθετικότητα των όγκων του θυρεοειδούς.
Πιο συγκεκριμένα, τα στοιχεία για τον ρόλο της ανεπάρκειας βιταμίνης D στη θυρεοειδίτιδα Hashimoto, μία από τις συχνότερες αιτίες υποθυρεοειδισμού σε παιδιά και ενήλικες, ολοένα και πληθαίνουν. Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2020 στο BMC Endocrine Disorders επιβεβαίωσε ότι τόσο η θυρεοειδίτιδα Hashimoto όσο και ο μη αυτοάνοσος υποθυρεοειδισμός, σχετίζεται με ανεπάρκεια βιταμίνης D. Ο ρόλος της ανεπάρκειας βιταμίνης D στη θυρεοειδίτιδα Hashimoto πιστεύεται ότι σχετίζεται με υψηλότερο επίπεδο αντισωμάτων της θυρεοσφαιρίνης (TGAb). Επίσης, η αξιολόγηση της σχέσης μεταξύ του επιπέδου βιταμίνης D και των αντισωμάτων του θυρεοειδούς στον αυτοάνοσο υποθυρεοειδισμό από μια δεύτερη μελέτη την ίδια χρονιά σε συνολικά
150 άτομα κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα. Στους ασθενείς με αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα καταγράφηκαν σημαντικά χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D που σχετίζονταν με την παρουσία αντι-θυρεοειδικών αντισωμάτων και υψηλότερης θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH), υποδηλώνοντας τον ρόλο της βιταμίνης D στην παθογένεση της νόσου.
Η πρόσφατη βιβλιογραφία δείχνει ότι υπάρχει υψηλότερος επιπολασμός ανεπάρκειας βιταμίνης D και μεταξύ των ατόμων με νόσο του Graves. Η παρακολούθηση 210 ατόμων με τη νόσο αυτή από Κορεάτες επιστήμονες πέρυσι έδειξε ότι η χορήγηση συμπληρωμάτων μπορεί να έχει προστατευτικό αποτέλεσμα και να προφυλάξει τον ασθενή από υποτροπή της νόσου.
Η έρευνα φαίνεται να επιβεβαιώνει, επίσης, τον ρόλο της βιταμίνης D στην έναρξη και την εξέλιξη του όγκου του θυρεοειδούς και την ευεργετική επίδρασή της στη θεραπεία του καρκίνου του συγκεκριμένου αδένα. Από μεγάλο όγκο μελετών έχει παρατηρηθεί ότι οι ασθενείς με διαφοροποιημένους καρκίνους του θυρεοειδούς έχουν σημαντικά χαμηλότερες συγκεντρώσεις D3 στον ορό, σε σύγκριση με άτομα με καλοήθεις ασθένειες του θυρεοειδή ή με υγιείς ανθρώπους. Πρόσφατες ανασκοπήσεις μελετών έδειξαν ότι υπάρχει υψηλότερος κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του θυρεοειδούς σε άτομα με υποβιταμίνωση D. Υποστηρίζουν δε ότι τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης αποτελούν αρνητικό προγνωστικό παράγοντα, αφού βρέθηκε να σχετίζονται με προχωρημένη ασθένεια και επιθετικά κλινικά-παθολογικά χαρακτηριστικά.
Από μια μελέτη που επιχείρησε να συνοψίσει τις αποδείξεις της ανοσορυθμιστικής επίδρασης της βιταμίνης D στις ασθένειες του θυρεοειδή εξήχθη το συμπέρασμα ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της υποβιταμίνωσης D και των παθήσεων του θυρεοειδούς, επιβεβαιώνοντας μεγάλο αριθμό προηγούμενων ανασκοπήσεων. Προσέθεσε, επίσης, στις γνώσεις μας ότι η συμπληρωματική θεραπεία με χοληκαλσιφερόλη (D3) φαίνεται να έχει ευεργετικά αποτελέσματα, ενώ δεν διαπίστωσε να υπάρχουν σαφείς ενδείξεις σχετικά με τη συσχέτιση μεταξύ συμπληρώματος βιταμίνης D και κινδύνου για καρκίνο αυτού του αδένα.
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς είναι μια συχνή κακοήθεια του ενδοκρινικού συστήματος, που αντιπροσωπεύει περίπου το 1% του συνόλου των καρκίνων. Τα παγκόσμια δεδομένα δείχνουν ότι η επίπτωσή του την κατατάσσει στην ένατη θέση. Η πλειονότητα των καρκίνων αυτών έχει καλή πρόγνωση. Οι καλά διαφοροποιημένοι όγκοι (θηλώδης και θυλακιώδης καρκίνος) είναι συνήθως θεραπεύσιμοι, ενώ οι κακώς διαφοροποιημένοι και αδιαφοροποίητοι όγκοι του θυρεοειδούς (αναπλαστικός καρκίνος του θυρεοειδούς) είναι λιγότερο συνηθισμένοι, επιθετικοί, κάνουν μεταστάσεις νωρίς και έχουν φτωχή πρόγνωση. Το είδος της χειρουργικής θεραπείας που θα επιλεχθεί εξαρτάται από το είδος, το μέγεθος και τον εντοπισμό του καρκίνου. Σε κάθε περίπτωση η εξέλιξη των ιατρικών μεθόδων εξασφαλίζει την ελαχιστοποίηση του πόνου και την ταχύτατη ανάρρωση του ασθενή με άριστα αισθητικά αποτελέσματα. «Τόσο η τεχνική MINET (minimally invasive non-endoscopic surgery), που έχουμε καθιερώσει διεθνώς και εφαρμόζουμε με την ομάδα μου, όσο και η θυρεοειδεκτομή χωρίς τομή στο λαιμό απαλλάσσει τους ασθενείς από τις μεγάλες αντιαισθητικές ουλές που άφηνε η επέμβαση πριν εφαρμοστούν αυτές οι τεχνικές», επισημαίνει ο Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Χειρουργών των Ενδοκρινών Αδένων και πρώην Πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Χειρουργών των Ενδοκρινών Αδένων κ. Δημήτρης Λινός.
Σε ορισμένες περιπτώσεις μετεγχειρητικά παρατηρείται μια παροδική υποασβεστιαιμία. Έχει βρεθεί ωστόσο ότι αφενός το επίπεδο της βιταμίνης D είναι ένας σημαντικός προγνωστικός παράγοντας μετεγχειρητικής υποασβεστιαιμίας μετά από θυρεοειδεκτομή και αφετέρου ότι η προεγχειρητική χορήγηση βιταμίνης D μπορεί να μειώσει τις πιθανότητες εμφάνισης συμπτωματικής υποασβεστιαιμίας πρώιμης έναρξης.
«Τα συμπεράσματα πολλών μελετών δείχνουν τη θετική επίδραση της βιταμίνης D στη διαχείριση των νόσων του θυρεοειδούς. Ωστόσο, οι αιτιώδεις σχέσεις δεν έχουν αποσαφηνιστεί και απαιτούνται περαιτέρω μακροχρόνιες κλινικές μελέτες για να προσδιοριστεί εάν η υποβιταμίνωση D αποτελεί παράγοντα κινδύνου εμφάνισης καρκίνου και νόσων του θυρεοειδούς», καταλήγει ο Καθηγητής Δημήτρης Λινός.