Η ανδρική και η γυναικεία καρδιά παρουσιάζουν κάποιες διαφορές, τόσο ανατομικά όσο και λειτουργικά.
Γενικά, η καρδιά του άνδρα είναι ελαφρώς μεγαλύτερη από αυτή της γυναίκας, λόγω του ότι οι άνδρες έχουν συνήθως μεγαλύτερο σωματικό μέγεθος.
Η γυναικεία καρδιά είναι μικρότερη, με μικρότερες καρδιακές κοιλότητες (κόλπους και κοιλίες) και πιο λεπτά καρδιακά τοιχώματα.
Οι γυναίκες τείνουν επίσης να έχουν λίγο υψηλότερο καρδιακό ρυθμό από τους άνδρες.
Η γυναικεία καρδιά -τουλάχιστον στις ηλικίες πριν την εμμηνόπαυση- προστατεύεται από τις γυναικείες ορμόνες, τα οιστρογόνα. Μάλιστα, στατιστικά φαίνεται πως οι νεαρότερες γυναίκες διατρέχουν χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου και καρδιαγγειακών επεισοδίων γενικότερα.
Οι άνδρες που δεν έχουν αυτή την προστατευτική δράση των οιστρογόνων, εμφανίζουν καρδιοπάθειες στατιστικά περίπου 10 χρόνια νωρίτερα σε σχέση με τις γυναίκες. Ωστόσο, ο καρδιαγγειακός κίνδυνος αυξάνεται σημαντικά στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και εξισώνεται με τον κίνδυνο των ανδρών.
Πώς εκδηλώνονται οι καρδιακές παθήσεις σε άντρες και γυναίκες;
Συχνά παρατηρείται παρανόηση των καρδιακών συμπτωμάτων από τη μεριά των γυναικών, οι οποίες συχνά συγχέουν τις πραγματικές ενδείξεις καρδιακής νόσου. Τα εν λόγω συμπτώματα συμπεριλαμβάνουν αίσθημα αδυναμίας, δύσπνοιας, ζάλης, αρρυθμιών, πονοκεφάλου, ναυτίας, εφίδρωσης, καθώς και καταβολής.
Τα συμπτώματα δεν συμπίπτουν με τις τυπικές καρδιακές ενδείξεις και προκαλούν υποεκτίμηση είτε από την ίδια την ασθενή, είτε από τον γιατρό.
Αντιθέτως, οι άνδρες, διακρίνονται από την αίσθηση τυπικών καρδιακών ενοχλημάτων, περιλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, τον ισχυρό θωρακικό πόνο, το σφίξιμο ή το κάψιμο στο θώρακα, καθώς και το αναφερόμενο πλάκωμα στο στήθος, το οποίο ενδέχεται να αντανακλά στην περιοχή της πλάτης ή να επεκτείνεται προς το αριστερό άνω άκρο ή το λαιμό.
Επιπλέον, δεδομένα έχουν καταδείξει ότι ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος, συνδεδεμένος με τη στεφανιαία νόσο, συναντάται πιο συχνά στον ανδρικό πληθυσμό. Αντίθετα, το αίσθημα των έντονων παλμών και οι αρρυθμίες παρατηρούνται με μεγαλύτερη συχνότητα στο γυναικείο φύλο.