Πρόσφατη μελέτη από ερευνητές του Northwestern Medicine, ένα μη κερδοσκοπικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης που συνδέεται με την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Northwestern Feinberg στο Σικάγο του Ιλινόις, εξέτασε τη σχέση μεταξύ των συστημάτων του εγκεφάλου και της όρεξης. Τι μας κάνει να μην έχουμε το μέτρο ως προς την κατανάλωση τροφίμων και ως εκ τούτου, να παίρνουμε κιλά;
Ας δούμε αναλυτικά τα ευρήματα που δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Neuroscience.
Τα συμπεράσματα των ερευνητών
Οι περιοχές του εγκεφάλου που εξέτασε η μελέτη έχουν συσχετιστεί με την αίσθηση της όσφρησης και το κίνητρο που κατευθύνει τη συμπεριφορά.
Συγκεκριμένα, οι υπό μελέτη περιοχές συνδέουν το οσφρητικό φυμάτιο, μέρος του συστήματος ανταμοιβής του εγκεφάλου που σχετίζεται με την όσφρηση, και μια περιοχή του εγκεφάλου που ονομάζεται περιαγωγικό γκρι (PAG), η οποία εμπλέκεται στην ανταπόκριση σε αρνητικά συναισθήματα όπως απειλή, πόνος και, ενδεχομένως, στην καταστολή της όρεξης.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όσο πιο αδύναμες ήταν οι συνδέσεις μεταξύ αυτών των δύο αισθητηριακών περιοχών, τόσο υψηλότερος ήταν ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) των ατόμων.
«Η επιθυμία για φαγητό σχετίζεται με το πόσο ελκυστική είναι η αντιληπτή μυρωδιά του φαγητού – το φαγητό μυρίζει καλύτερα όταν πεινάτε παρά όταν είστε χορτάτοι», δήλωσε ο Γκουανγκιού Ζου, ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης και επίκουρος καθηγητής νευρολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Northwestern Feinberg.
«Αλλά εάν διαταραχθούν τα κυκλώματα του εγκεφάλου που βοηθούν στην καθοδήγηση αυτής της συμπεριφοράς- να σταματάμε δηλαδή να τρώμε όταν χορταίνουμε αφού η μυρωδιά πλέον δεν μας ελκύει και δεν μας προκαλεί αισθήματα ανταμοιβής- τα σήματα διακοπής της κατανάλωσης μπορεί να μπερδευτούν, με αποτέλεσμα το φαγητό να μας… ανταμείβει ακόμα και όταν είμαστε χορτάτοι. Αυτό με τη σειρά του θα μπορούσε να αυξήσει τον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ)», συνέχισε ο ίδιος.
Νικώντας την υπερφαγία
«Η κατανόηση του πώς λειτουργούν αυτές οι βασικές διεργασίες στον εγκέφαλο είναι σημαντική προϋπόθεση για μελλοντικές μελέτες που μπορεί να οδηγήσουν σε αποτελεσματική ρύθμιση της διατροφικής συμπεριφοράς και στην αντιμετώπιση της υπερκατανάλωσης τροφής», δήλωσε η Κριστίνα Ζελάνο, ανώτερη συγγραφέας της μελέτης και καθηγήτρια νευρολογίας.
Η Έμιλι Σπέρλοκ, διαιτολόγος στο Institute for Digestive Wellbeing στη Νέα Υόρκη, με εξειδίκευση στην υγεία του εντέρου και τη σχέση της με το βάρος, δήλωσε:
«Στην πραγματικότητα, όλοι το κάνουμε σε κάποιο βαθμό. Συνεχίζουμε να τρώμε ενώ έχουμε χορτάσει. Μερικοί άνθρωποι ακούν καλύτερα τα σήματα πληρότητας που τους στέλνει το σώμα τους από άλλους. Για πολλούς, η μυρωδιά και η θέαση ενός αγαπημένου γλυκού είναι πιο δυνατή από το αίσθημα πληρότητας.
Όταν ένα άτομο τρώει υπερβολικά σε σημείο να νιώθει άβολα την πρώτη φορά, πιθανότατα το αναγνωρίζει. Ωστόσο, όσο περισσότερο συμβαίνει, το συναίσθημα κατά κάποιο τρόπο απαλύνεται- συνηθίζεται και παύει να είναι άσχημο με τον καιρό.
Υπάρχουν εκείνοι που εκ φύσεως έχουν μια ισχυρότερη εγκεφαλική σύνδεση και η υπερφαγία δεν γίνεται ποτέ πρόβλημα. Πώς μπορούν άραγε όσοι δεν την έχουν σε τέτοιο βαθμό να την ενισχύσουν; Δεν μένει παρά να το ανακαλύψουμε».