Ορισμένοι ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μετάγγιση αίματος έχουν αναφέρει μεταβολές στη διάθεση, τη συμπεριφορά, την προσωπικότητα και ακόμη και στις αναμνήσεις τους μετά τη διαδικασία.
Η μετάγγιση αίματος, που μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή μεταμόσχευσης, περιλαμβάνει τη μεταφορά ξένου βιολογικού ιστού σε έναν άλλον οργανισμό. Ενώ είναι αναμφισβήτητα ζωτικής σημασίας για τη σωτηρία πολλών ζωών, δεν είναι χωρίς κινδύνους και επιπλοκές.
Μια πρόσφατη μελέτη επιβεβαιώνει προηγούμενες έρευνες, υποδεικνύοντας ότι η μετάγγιση αίματος μπορεί να προκαλέσει αλλαγές στη συμπεριφορά ή την προσωπικότητα των ασθενών. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να μεταφέρονται στοιχεία της προσωπικότητας του δότη στον λήπτη.
Τι έδειξαν παλιότερες μελέτες για τη μετάγγιση αίματος
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Γενεύης παρατήρησαν ότι έξι από τους επτά συμμετέχοντες στη μελέτη «αναγνώρισαν την πιθανότητα οι μεταγγίσεις να προκαλούν αλλαγές στη συμπεριφορά ή τις αξίες. Τρεις ασθενείς αναγνώρισαν ότι η μετάγγισή τους μπορεί να είχε αλλάξει τη συμπεριφορά ή τις αξίες τους», έγραψαν οι επιστήμονες στο άρθρο τους το 2018, που δημοσιεύτηκε στο International Journal of Clinical Transfusion Medicine.
Ένας ανάφερε ότι κοιμήθηκε και ονειρευόταν πολύ περισσότερο από πριν, ενώ ένας άλλος δήλωσε ότι η αίσθηση της γεύσης του είχε αλλάξει, κάτι που το βρήκε ανησυχητικό. Ο τρίτος ασθενής ανέφερε ότι μετά τη μετάγγιση ένιωθε πιο χαρούμενος και δυνατός.
Παλιότερη μελέτη του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν το 2013 διαπίστωσε ότι «υπάρχει μια επίμονη πεποίθηση ότι τα εσωτερικά μέρη των ατόμων έχουν αιτιώδεις δυνάμεις και έτσι – εάν είναι μικτά – μπορούν να κάνουν τον παραλήπτη να πάρει μερικά από τα χαρακτηριστικά του δότη».
«Αν και η επιστήμη δεν υποστηρίζει την πιθανότητα, οι άνθρωποι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι οι μεταγγίσεις ή οι μεταμοσχεύσεις μπορούν να οδηγήσουν σε αλλαγές προσωπικότητας», δήλωσε η Σάρα-Τζέιν Λέσλι, καθηγήτρια φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και μία από τις συν-συγγραφείς της μελέτης.
Η νέα μελέτη ενισχύει τα παλαιότερα ευρήματα
Μια σημαντική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο JAMA (Journal of the American Medical Association) με επικεφαλής ειδικούς από το Ινστιτούτο Καρολίνσκα δείχνει ότι η αυθόρμητη εγκεφαλική αιμορραγία μπορεί να μεταφερθεί μέσω μετάγγισης αίματος. Ωστόσο, η πιθανότητα κάποιος να εμφανίσει εγκεφαλική αιμορραγία μετά από αιμοδοσία είναι εξαιρετικά χαμηλή.
Οι ασθενείς που υποβλήθηκαν σε μετάγγιση, των οποίων το αίμα προήλθε από άτομα που αργότερα υπέστησαν εγκεφαλική αιμορραγία, είχαν και οι ίδιοι διπλάσιες πιθανότητες να υποστούν επίσης μία, σύμφωνα με την έρευνα.
Υπάρχει φόβος ότι η αγγειακή νόσος της εγκεφαλικής αμυλοειδούς αγγειοπάθειας – η οποία προκαλεί τη συσσώρευση πρωτεϊνών στα αιμοφόρα αγγεία του εγκεφάλου και προκαλείται από εξασθένιση των αγγείων λόγω της ηλικίας- θα μπορούσε να εξαπλωθεί μέσω της μετάγγισης, προκαλώντας έτσι αιμορραγίες.
Εάν το φαινόμενο επιβεβαιωθεί – οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι χρειάζεται περισσότερη έρευνα – είναι αρκετά σπάνιο, καθώς μόνο το 0,1% των δοτών που μελετήθηκαν εμφάνισαν επαναλαμβανόμενες αιμορραγίες.
«Οι μεταγγίσεις αίματος είναι σχετικά συχνές, γεγονός που καθιστά τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις ένα σημαντικό ζήτημα δημόσιας υγείας», δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Gustaf Edgren. «Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, είναι πολύ απίθανο να πάθετε εγκεφαλική αιμορραγία από κάτι που μεταδίδεται μέσω μετάγγισης».
Η περαιτέρω διερεύνηση της θεωρίας ότι μια μετάγγιση αίματος μπορεί να αλλάξει την προσωπικότητα του λήπτη είναι επίσης δικαιολογημένη, υποστήριξαν οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Γενεύης. «Περαιτέρω έρευνα σε μεγαλύτερο πληθυσμό δικαιολογείται για την αξιολόγηση της επίπτωσης μιας αντιληπτής αλλαγής στη συμπεριφορά ή τις αξίες μετά από μετάγγιση αίματος, η οποία στη συνέχεια θα οδηγήσει σε αλλαγές στον τρόπο παροχής πληροφοριών σε μελλοντικούς ασθενείς που χρειάζονται μεταγγίσεις».
Παρόμοια ευρύματα σε ασθενείς που έκαναν μεταμόσχευση
Σε ένα άρθρο του 2019 στο περιοδικό Medical Hypotheses, ο Dr Mitchell Liester, επίκουρος κλινικός καθηγητής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, παρουσίασε μια θεωρία ότι «οι αναμνήσεις από τη ζωή του δότη αποθηκεύονται στα κύτταρα της καρδιάς που δωρίστηκε και στη συνέχεια αναβιώνονται από τον λήπτη μετά από μεταμόσχευση.
Αν αυτό ακούγεται παράξενο, πριν από πέντε χρόνια, οι επιστήμονες ανέφεραν ότι είχαν μεταμοσχεύσει με επιτυχία αναμνήσεις από ένα σαλιγκάρι σε άλλο, μεταμοσχεύοντας τους ιστούς τους. Οι επιστήμονες προκάλεσαν ήπιο ηλεκτρικό σοκ στις ουρές ενός είδους θαλάσσιου σαλιγκαριού που ονομάζεται Aplysia californica. Αυτά έκαναν πιο έντονο το αμυντικό αντανακλαστικό απόσυρσης των σαλιγκαριών όταν δηλαδή συσπώνται για να προστατευτούν από τον κινδυνο.
Ο David Glanzman, καθηγητής βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες, ο οποίος εκπόνησε τη μελέτη, ισχυρίστηκε ότι το αποτέλεσμα ήταν «σαν να μεταφέρθηκε η μνήμη».
Γράφοντας στο περιοδικό eNeuro, εξήγησε ότι τα μεταμοσχευμένα κύτταρα περιείχαν γενετική πληροφορία που ονομάζεται RNA, η οποία εμπλέκεται σε διάφορους ρόλους, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου ενεργοποίησης ή απενεργοποίησης των γονιδίων.
Κάποιοι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι οι μνήμες μπορεί να αποθηκευτούν ως χημικοί κώδικες, μέσα στις πρωτεΐνες γύρω από τις οποίες είναι τυλιγμένο το DNA μας.