Είναι κρίσιμο για τους ασθενείς με λεύκη να λάβουν αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με τη νόσο και τις διαθέσιμες θεραπείες.
Η λεύκη είναι μια αυτοάνοση δερματική πάθηση που προκαλεί την εμφάνιση λευκών κηλίδων στο δέρμα. Παρά την αλλαγή χρώματος, η υφή και η σύσταση του δέρματος παραμένουν φυσιολογικές.
Στις περιοχές που πλήττονται από λεύκη, λείπουν τα μελανοκύτταρα, τα κύτταρα που παράγουν τη χρωστική μελανίνη, υπεύθυνη για το χρώμα του δέρματος. Ως αποτέλεσμα, το δέρμα εμφανίζεται λευκό λόγω της απουσίας μελανίνης. Η ακριβής αιτία της καταστροφής των μελανοκυττάρων δεν είναι πλήρως κατανοητή, αλλά η επικρατούσα θεωρία είναι ότι ο οργανισμός επιτίθεται και καταστρέφει τα μελανοκύτταρα λόγω αυτοάνοσων μηχανισμών.
Οι τυπικές βλάβες της λεύκης είναι καλά περιγεγραμμένες λευκές κηλίδες με διάμετρο από λίγα χιλιοστά έως αρκετά εκατοστά. Η νόσος μπορεί να εντοπίζεται σε ένα μόνο σημείο του σώματος ή να επεκτείνεται σε όλο το σώμα. Σε μερικούς ασθενείς προσβάλλονται και οι τρίχες (λευκοτριχία).
Επιδημιολογία
Η λεύκη προσβάλλει εξίσου και τα δύο φύλα και η συχνότητά της υπολογίζεται στο 1-2% του γενικού πληθυσμού. Συνήθως εμφανίζεται σε άτομα από 5 έως 30 ετών, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε μεγαλύτερα ή νεότερα άτομα. Δεν είναι μεταδοτική νόσος. Η λεύκη εμφανίζει κληρονομικό υπόβαθρο σε κάποιο βαθμό, καθώς το 20-30% των ασθενών αναφέρουν προσβολή από τη νόσο και άλλου μέλους της οικογένειάς τους.
Η λεύκη και ο ήλιος
Πολλοί ασθενείς με λεύκη ακούγοντας από το γιατρό τους την οδηγία να μην εκτίθενται πολύ στον ήλιο θεωρούν ότι ο ήλιος μπορεί να επιδεινώσει τη νόσο τους. Αυτό είναι λάθος. Η έκθεση στον ήλιο, βέβαια, οδηγεί στο μαύρισμα του φυσιολογικού δέρματος των ασθενών και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να είναι πιο έντονη η αντίθεση με το δέρμα που εμφανίζει λεύκη. Επιπλέον, η έκθεση στον ήλιο ενδέχεται να δημιουργήσει έγκαυμα στο σημείο της λεύκης, γιατί εκεί απουσιάζει η μελανίνη, που προστατεύει από την ηλιακή ακτινοβολία. Η νόσος όμως δεν επιδεινώνεται από την έκθεση στον ήλιο.
Η ποιότητα ζωής των ασθενών
Η λεύκη είναι μία χρόνια νόσος. Δεν απειλεί τη σωματική υγεία του ασθενή, αλλά συχνά προκαλεί ψυχολογικά προβλήματα και υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής των ατόμων που πάσχουν από αυτή. Οι ασθενείς, με τη σωστή ενημέρωση και καθοδήγηση από το δερματολόγο τους, συχνά καταφέρνουν να μην αισθάνονται έντονη ψυχολογική επιβάρυνση από τη νόσο. Σπάνια, αν κριθεί απαραίτητο, μπορεί να κληθεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση των ασθενών και ένας ψυχολόγος.
Υπάρχουν νέες θεραπείες;
Έως σήμερα θεραπευτική αγωγή που να οδηγεί σε ίαση της νόσου σε όλους τους ασθενείς δεν υπάρχει. Με τις υπάρχουσες αγωγές, οι ασθενείς επιτυγχάνουν την αποκατάσταση του χρώματος των βλαβών σε ικανοποιητικό ποσοστό, αλλά η λεύκη μπορεί να επανεμφανιστεί είτε στα ίδια είτε σε άλλα σημεία του σώματος. Η ανταπόκριση των ασθενών στην αγωγή εξαρτάται από την εντόπιση της νόσου: το πρόσωπο εμφανίζει τη μεγαλύτερη ενώ οι άκρες χείρες και οι άκροι πόδες τη μικρότερη ανταπόκριση, σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα. Η ανταπόκριση εξαρτάται, επίσης, από την απόχρωση του φυσιολογικού δέρματος του ασθενή: οι πιο μελαχρινοί ασθενείς ανταποκρίνονται καλύτερα, σε σχέση με τους πιο ανοιχτόχρωμους.
Οι θεραπευτικές αγωγές που χρησιμοποιούνται σήμερα για τη λεύκη περιλαμβάνουν κρέμες με κορτιζόνη ή με τοπικούς ανοσοτροποποιητές και τις διάφορες μορφές φωτοθεραπείας. Αν η λεύκη καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του σώματος του ασθενή, μπορεί να γίνει αποχρωματισμός των λίγων περιοχών με φυσιολογικό χρώμα δέρματος, ώστε ο ασθενής να έχει ένα ομοιόμορφο λευκό δέρμα. Οποιαδήποτε μέθοδος και αν χρησιμοποιηθεί, η διάρκεια της αγωγής είναι αρκετοί μήνες.
Η φετινή χρονιά αποτελεί χρονιά-σταθμό και μας γεμίζει αισιοδοξία για την εμφάνιση νέων φαρμάκων για την αντιμετώπιση της λεύκης. Η νέα, πολλά υποσχόμενη θεραπευτική επιλογή, η κρέμα ruxolitinib, η οποία ανήκει στην κατηγορία των JAK-αναστολέων, που χρησιμοποιούνται και σε άλλα δερματικά νοσήματα, έχει εγκριθεί και θα προστεθεί τους επόμενους μήνες στο «οπλοστάσιο» και των Ελλήνων δερματολόγων. Επιπλέον, πολλοί νέοι παράγοντες βρίσκονται σε ερευνητικό στάδιο και, συνεπώς, τα επόμενα 1-2 έτη θα έχουμε στα χέρια μας και άλλα φάρμακα για την αντιμετώπιση της νόσου.
Αν παρατηρήσετε οποιαδήποτε σημάδια στο πρόσωπο και το σώμα σας, απευθυνθείτε στον Δερματολόγο σας ώστε να βρείτε μαζί την κατάλληλη για εσάς θεραπεία! Ο Δερματολόγος θα σας δώσει τις λύσεις, την καθοδήγηση και τις εξατομικευμένες συμβουλές που χρειάζεστε!