Σε μια έρευνα μαμούθ στην οποία συμμετείχαν περισσότερες από ένα εκατομμύριο γυναίκες από 138 ώρες, βγήκαν πολύτιμα συμπεράσματα σχετικά με το τί οδηγεί στην επιλόχειο κατάθλιψη.
Περισσότερες από μία στις δέκα γυναίκες εκδηλώνουν κατάθλιψη μετά τον τοκετό, η οποία μπορεί να κυμαίνεται από ήπια έως πολύ σοβαρή. Τώρα, μια νέα μεγάλη μελέτη αποκαλύπτει ποιες γυναίκες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να την εκδηλώσουν.
Προγενέστερες μελέτες έχουν δείξει ότι η επιλόχειος κατάθλιψη έχει γενετική συνιστώσα. Επιπλέον, οι ειδικοί πιστεύουν ότι οι ορμονικές αλλαγές της εγκυμοσύνης είναι ο εκλυτικός παράγοντας που πυροδοτεί την κατάσταση στις ήδη ευάλωτες γυναίκες.
Ωστόσο υπάρχουν και πρόσθετοι παράγοντες που αυξάνουν ακόμα περισσότερο τον κίνδυνο, δήλωσε η επιβλέπουσα ερευνήτρια Dr. Jennifer Payne, καθηγήτρια Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, στην Charlottesville. Στη νέα μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 1,135 εκατομμύρια γυναίκες από 138 χώρες του κόσμου, η Dr. Payne και οι συνεργάτες της εντόπισαν αρκετούς από αυτούς.
Τα ευρήματά τους δημοσιεύονται στην ψυχιατρική επιθεώρηση Journal of Affective Disorders. Όπως γράφουν οι ερευνητές, οι γυναίκες είχαν αποκτήσει τα μωρά τους στο τρίμηνο που προηγήθηκε της ένταξής τους στη μελέτη. Η ηλικία τους κυμαινόταν από 18 ετών έως και πάνω από 40. Το 2% απέκτησαν δίδυμα.
Ο ρόλος της ηλικίας
Όπως έδειξαν οι απαντήσεις, ο πρώτος παράγοντας κινδύνου για επιλόχεια κατάθλιψη ήταν η ηλικία. Η κατάσταση ήταν πιο συχνή στις γυναίκες ηλικίας κάτω των 25 ετών. Στις μεγαλύτερες ηλικίες, τα ποσοστά της ήταν αισθητά μειωμένα.
Μεταξύ των νεώτερων μητέρων, το 10% ανέφεραν συμπτώματα κατάθλιψη μέσα σε τρεις μήνες από τη γέννηση του μωρού τους. Το αντίστοιχο ποσοστό ήταν:
- 8,5% στις γυναίκες που ήταν 25-29 ετών όταν γέννησαν το μωρό τους
- 6-7% στις γυναίκες ηλικίας 30 ετών και άνω
Προγενέστερες μελέτες είχαν αντικρουόμενα ευρήματα για τη συσχέτιση ηλικίας και επιλοχείου κατάθλιψης, είπε η Dr. Payne. Μερικές είχαν δείξει ότι οι νεώτερες και οι μεγαλύτερες μητέρες κινδυνεύουν εξίσου.
Η νέα μελέτη, όμως, έδειξε κάτι ελαφρώς διαφορετικό. Σε γενικές γραμμές, οι ηλικιακά μεγαλύτερες μητέρες είχαν μειωμένα ποσοστά καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Αυτό όμως ίσχυε όταν αποκτούσαν ένα μωρό. Όταν αποκτούσαν δίδυμα, τα πράγματα άλλαζαν ριζικά.
Τα δίδυμα
Συνολικά, οι μητέρες που απέκτησαν δίδυμα ανέφεραν συχνότερα ότι είχαν κατάθλιψη, σε σύγκριση με εκείνες που απέκτησαν ένα μωρό. Το ποσοστό της επιλόχειας κατάθλιψης ήταν:
- 11,3% στις μητέρες που γέννησαν δίδυμα
- 8,3% σε όσες απέκτησαν ένα μωρό
Η ηλικία, όμως, έπαιζε και σε αυτή την περίπτωση σημαντικό ρόλο, αλλά όχι αυτόν που ίσχυε για την γέννηση ενός μωρού. Στην πραγματικότητα, τα ποσοστά κατάθλιψης ήταν υψηλότερα στις νεώτερες και στις μεγαλύτερες γυναίκες, και χαμηλότερα στις ενδιάμεσες ηλικίες. Ειδικότερα ήταν:
- 15% στις μητέρες ηλικίας 40 ετών και άνω
- 14% στις μητέρες ηλικίας 18-24 ετών
- Από 9,6% έως 11% στις ενδιάμεσες ηλικίες
Οι διαφορές αυτές δεν είναι επακριβώς γνωστό που οφείλονται, είπε η Dr. Payne. Ενδέχεται όμως να παίζουν ρόλο οι θεραπείες γονιμότητας στις οποίες υποβάλλονται πολλές γυναίκες μετά τα 40. Μπορεί επίσης να είναι ήδη ψυχικά ευάλωτες, όταν αποκτήσουν τα μωρά τους μετά από αρκετές προγενέστερες αποτυχημένες προσπάθειες.
Το πρώτο μωρό
Η Dr. Payne εκτιμά ότι ρόλο παίζει επίσης το γεγονός πως πολλές γυναίκες έγιναν για πρώτη φορά μητέρες μετά τα 40. Και αυτό διότι η απόκτηση του πρώτου μωρού επίσης απεδείχθη πως είναι παράγοντας κινδύνου για επιλόχειο κατάθλιψη.
Αυτό ίσχυε για όλες τις ηλικιακές ομάδες, αλλά ιδιαιτέρως για τις 40άρες νέες μητέρες. Και είναι λογικό, σύμφωνα με την ειδικό. Η απόκτηση ενός μωρού (πόσο μάλλον δύο) είναι τεράστια αλλαγή για τη ζωή τους και μπορεί να συμβάλλει στην κατάθλιψη.
Συνολικά, το 9,4% των γυναικών της μελέτης ανέφεραν ότι είχαν εκδηλώσει καταθλιπτικά συμπτώματα μετά τον τοκετό. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως όλες είχαν πλήρη επιλόχειο κατάθλιψη. Μερικές είχαν μόνο μελαγχολία μετά τον τοκετό, που δεν έφτασε στο επίπεδο της κατάθλιψης.
«Οι γυναίκες πρέπει να γνωρίζουν ότι η επιλόχειος κατάθλιψη είναι πολύ συχνή και πρέπει όλες να ελέγχονται γι’ αυτήν», τόνισε η Dr. Payne. «Πρόκειται για μία αληθινή παθολογία, που χρειάζεται την ενδεδειγμένη αντιμετώπιση. Αυτό έχει ζωτική σημασία για τη μητέρα, το μωρό και την μεταξύ τους σχέση».