Πότε η «καλή» χοληστερίνη ΔΕΝ κάνει καλό στην καρδιά

Η χοληστερίνη αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του οργανισμού μας και διακρίνεται σε δύο βασικές μορφές: την LDL (χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη), γνωστή ως “κακή” χοληστερίνη, και την HDL (υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη), γνωστή ως “καλή”. Η HDL θεωρείται ευεργετική, καθώς βοηθά στην απομάκρυνση της LDL από τις αρτηρίες, προστατεύοντας την καρδιά. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η επιστήμη αναθεωρεί: σε ορισμένες περιπτώσεις, η “καλή” χοληστερίνη ίσως δεν είναι τόσο καλή όσο νομίζουμε.

Όταν το “περισσότερο” δεν είναι “καλύτερο”

Παραδοσιακά, οι υψηλές τιμές HDL σχετίζονταν με μειωμένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Νεότερες μελέτες όμως δείχνουν ότι εξαιρετικά υψηλά επίπεδα HDL (πάνω από 90 mg/dL στους άνδρες και 110 mg/dL στις γυναίκες) δεν προσφέρουν επιπλέον προστασία – και ίσως αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών συμβάντων.

Οι ερευνητές θεωρούν ότι σε πολύ υψηλές συγκεντρώσεις, η HDL μπορεί να μετατρέπεται σε “δυσλειτουργική”, χάνoντας την αντιφλεγμονώδη και αντιοξειδωτική δράση της. Αντί να προστατεύει τα αγγεία, ενδέχεται να συμβάλλει στη δημιουργία φλεγμονών.

Γενετικές και μεταβολικές επιρροές

Σε ορισμένα άτομα, οι υψηλές τιμές HDL οφείλονται σε γενετικές μεταλλάξεις που δεν σχετίζονται με βελτιωμένη λειτουργικότητα. Επίσης, σε περιπτώσεις μεταβολικού συνδρόμου, διαβήτη τύπου 2 ή φλεγμονωδών νόσων, η HDL ενδέχεται να μην ασκεί την προστατευτική της δράση.

Τι σημαίνει αυτό για εμάς;

Η παρακολούθηση της HDL παραμένει σημαντική, αλλά δεν αρκεί από μόνη της ως δείκτης καρδιαγγειακής υγείας. Ο συνολικός κίνδυνος καθορίζεται από πολλούς παράγοντες: LDL, τριγλυκερίδια, πίεση, σάκχαρο, κάπνισμα και σωματικό βάρος.

Η πρόληψη δεν περιορίζεται στους αριθμούς: απαιτεί ολιστική προσέγγιση, με ισορροπημένη διατροφή, άσκηση, αποφυγή του καπνίσματος και τακτικό ιατρικό έλεγχο. Η HDL είναι πολύτιμη σύμμαχος — αλλά δεν λειτουργεί ανεξάρτητα.

Μοιραστείτε την ανάρτηση::