Η αυξημένη αρτηριακή πίεση (υπέρταση) μπορεί να οδηγήσει σε στεφανιαία νόσο, έμφραγμα του μυοκαρδίου, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και νεφρική ανεπάρκεια, καθώς όταν η πίεση είναι υψηλή, η καρδιά πρέπει να δουλεύει πιο σκληρά από το συνηθισμένο.
Σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, στην Ελλάδα, όπου τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν την κύρια αιτία θνησιμότητας, πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού πάσχει από υπέρταση (περίπου 3.300.000 άτομα) και ένα στα δύο ηλικιωμένα άτομα είναι υπερτασικά. Περίπου το 30% των υπερτασικών δεν έχουν διαγνωστεί, ενώ λιγότερο από το ένα τρίτο των υπερτασικών έχουν πετύχει καλή ρύθμιση με φαρμακευτική αγωγή. Το υψηλό ποσοστό των αδιάγνωστων οφείλεται στο γεγονός ότι η υπέρταση δεν παρουσιάζει συμπτώματα. Επομένως, ο μόνος τρόπος για να αναγνωρίσουν την πάθηση είναι να μετρήσουν την πίεσή τους.
Πώς γίνεται η σωστή μέτρηση – Οδηγίες από την Ελληνική Καρδιολογική Εταιρεία
Η πίεση μετράται με το σφυγμομανόμετρο ή αλλιώς το πιεσόμετρο. Υπάρχει υδραργυρικό και μηχανικό μανόμετρο, καθώς και ηλεκτρονικό πιεσόμετρο. Το πιο αξιόπιστο θεωρείται το υδραργυρικό, χωρίς όμως να υποτιμάται η αξία και των άλλων δύο τύπων, ιδίως του ηλεκτρονικού ως πιο εύχρηστου, για την εκτίμηση των τιμών της αρτηριακής πίεσης στο σπίτι.
Για να μετρήσουμε σωστά την αρτηριακή πίεση προτιμότερη είναι η καθιστή θέση με ακουμπισμένο χαλαρά το αριστερό χέρι σε ένα τραπέζι στο ύψος της καρδιάς. Η περιχειρίδα τοποθετείτε γύρω από τον βραχίονα 3 περίπου εκατοστά πάνω από τον αγκώνα. Το μέγεθος του αεροθαλάμου παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς πρέπει να καλύπτει τουλάχιστον το 40% του βραχίονα μας.
Το στηθοσκόπιο θα πρέπει να τοποθετείται ελαφρά και σταθερά πάνω από την βραχιόνια αρτηρία που την συναντάμε στην εσωτερική μεριά του βραχίονα προς το μικρό δάκτυλο του χεριού.
Η πίεση θα πρέπει να μετράται μετά από 5-10 λεπτά ξεκούρασης, όχι μετά φαγητό ή τσιγάρο, σε ήσυχο και ευχάριστο περιβάλλον. Δεν πρέπει να φοράμε στενά ρούχα στο χέρι που μετράμε την πίεση, ενώ η πλάτη μας παραμένει στηριγμένη σε όλη τη διάρκεια της μέτρησης. Η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης θα πρέπει να επαναλαμβάνεται μετά από μεσοδιάστημα 3 λεπτών και να υπολογίζεται ο μέσος όρος των δύο μετρήσεων, εκτός αν παρατηρηθεί σημαντική απόκλιση, οπότε θα χρειαστεί και τρίτη μέτρηση.
Η μέτρηση με μη ηλεκτρονικό πιεσόμετρο συνοδεύεται με ψηλάφηση του σφυγμού στον καρπό. Φουσκώνουμε την περιχειρίδα περίπου 30 mmHg πάνω από το σημείο εκείνο που εξαφανίζεται ο σφυγμός στον καρπό. Από εκεί αφήνουμε σιγά σιγά τον αέρα να φεύγει από την βαλβίδα με σταθερό ρυθμό 2-3 mmHg ανά καρδιακό παλμό, ενώ με το ακουστικό τοποθετημένο στην έσω πλευρά του βραχίονα στο κάτω όριο της περιχειρίδος περιμένουμε να ακούσουμε τον ήχο του αίματος. Το ύψος της στήλης υδραργύρου ή η θέση της βελόνας όπου θα ακούσουμε το πρώτο ήχο αντιστοιχεί στη συστολική πίεση ενώ το σημείο όπου οι ήχοι θα εξαφανιστούν τελείως αντιστοιχεί στη διαστολική πίεση.