Το ψωμί, ιδιαίτερα το λευκό τοστ, είναι ένα από τα πιο δημοφιλή τρόφιμα σε πρωινά και σνακ. Ωστόσο, για όσους παρακολουθούν το σάκχαρο αίματος, ακόμη και μία μόνο φέτα μπορεί να έχει σημαντική επίδραση. Η επίδραση αυτή εξαρτάται από τον τύπο του ψωμιού, την περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες και τη συνολική διατροφική σύνθεση του γεύματος.
Μια τυπική φέτα λευκού τοστ περιέχει περίπου 12–15 γραμμάρια υδατάνθρακες. Οι υδατάνθρακες αυτοί μετατρέπονται γρήγορα σε γλυκόζη στον οργανισμό, οδηγώντας σε αύξηση του σακχάρου αίματος μέσα σε λίγα λεπτά. Για έναν υγιή άνθρωπο, η αύξηση μπορεί να είναι μέτρια, αλλά για άτομα με προδιαβήτη ή διαβήτη τύπου 2, η ίδια φέτα μπορεί να προκαλέσει απότομη άνοδο της γλυκόζης.
Ο γλυκαιμικός δείκτης (ΓΔ) του λευκού τοστ είναι υψηλός, πράγμα που σημαίνει ότι η γλυκόζη απελευθερώνεται γρήγορα στην κυκλοφορία του αίματος. Αυτό συχνά συνοδεύεται από έντονη ινσουλινική απάντηση, καθώς το σώμα προσπαθεί να επαναφέρει τα επίπεδα σακχάρου σε φυσιολογικά όρια. Η ταχεία αυτή αύξηση μπορεί να προκαλέσει αίσθημα πείνας ή κόπωσης λίγο μετά το γεύμα, ακόμα κι αν η φέτα ήταν μόνο μία.
Η κατανάλωση της φέτας μαζί με πρωτεΐνη ή λίπος μπορεί να μειώσει τον γλυκαιμικό αντίκτυπο. Για παράδειγμα, ένα αυγό ή λίγο φυστικοβούτυρο στο τοστ επιβραδύνουν την απορρόφηση της γλυκόζης, περιορίζοντας τις αιχμές σακχάρου. Παράλληλα, οι φυτικές ίνες από ολικής άλεσης ψωμί έχουν παρόμοιο αποτέλεσμα, μειώνοντας την ταχύτητα διάσπασης των υδατανθράκων.
Συνοψίζοντας, μία φέτα λευκού τοστ δεν είναι απλώς «αθώο» τρόφιμο για το σάκχαρο αίματος. Αν και για υγιείς ανθρώπους η επίδραση είναι συνήθως μικρή, για άτομα με διαβήτη ή αυξημένη γλυκόζη, μπορεί να προκαλέσει σημαντική αύξηση. Η επιλογή ψωμιού ολικής άλεσης και ο συνδυασμός με πρωτεΐνη ή λίπος αποτελούν απλά αλλά αποτελεσματικά μέτρα για τη σταθεροποίηση των επιπέδων σακχάρου και την πρόληψη απότομων αιχμών γλυκόζης.



