Η υπέρταση, δηλαδή η αυξημένη αρτηριακή πίεση, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις. Αν και συχνά συνδέεται με τον τρόπο ζωής – όπως η διατροφή, η παχυσαρκία και η έλλειψη άσκησης – υπάρχουν και βιολογικοί μηχανισμοί που επηρεάζουν τα επίπεδα της πίεσης. Κεντρικό ρόλο σε αυτούς παίζουν οι ορμόνες, οι χημικοί αγγελιοφόροι του οργανισμού, που ρυθμίζουν τη λειτουργία της καρδιάς, των αγγείων και των νεφρών.
Η αδρεναλίνη και η νοραδρεναλίνη
Οι δύο αυτές ορμόνες εκκρίνονται από τα επινεφρίδια όταν το σώμα βρίσκεται σε κατάσταση στρες. Προκαλούν αύξηση του καρδιακού ρυθμού, σύσπαση των αγγείων και τελικά άνοδο της αρτηριακής πίεσης. Αν η παραγωγή τους είναι συχνή ή παρατεταμένη, μπορεί να οδηγήσει σε χρόνια υπέρταση.
Η κορτιζόλη
Γνωστή και ως «ορμόνη του στρες», η κορτιζόλη αυξάνει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, επηρεάζει τον μεταβολισμό και ενισχύει τη δράση της αδρεναλίνης. Η παρατεταμένη αύξησή της, όπως συμβαίνει σε άτομα με χρόνιο στρες ή σε διαταραχές όπως το σύνδρομο Cushing, έχει συσχετιστεί με επίμονη υπέρταση.
Η αλδοστερόνη
Παράγεται επίσης από τα επινεφρίδια και ρυθμίζει την ισορροπία νατρίου και καλίου. Υπερβολική παραγωγή αλδοστερόνης οδηγεί σε κατακράτηση νατρίου και νερού, γεγονός που αυξάνει τον όγκο του αίματος και κατά συνέπεια την αρτηριακή πίεση.
Η αγγειοτενσίνη ΙΙ
Πρόκειται για μια ισχυρή ορμόνη που προκαλεί στένωση των αιμοφόρων αγγείων και αυξάνει την παραγωγή αλδοστερόνης. Το σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης θεωρείται βασικός μηχανισμός ρύθμισης της πίεσης, ενώ πολλά αντιυπερτασικά φάρμακα δρουν ακριβώς σε αυτόν τον άξονα.
Η κατανόηση του ρόλου των ορμονών στην υπέρταση είναι κρίσιμη για τη σωστή διάγνωση και θεραπεία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αυξημένη πίεση μπορεί να μην οφείλεται μόνο σε ανθυγιεινές συνήθειες, αλλά σε ενδοκρινικές διαταραχές που απαιτούν ειδική αντιμετώπιση. Ο τακτικός έλεγχος και η συνεργασία με γιατρό μπορούν να βοηθήσουν στον εντοπισμό της αιτίας και στην αποτελεσματική ρύθμιση της πίεσης.