Η κολπική μαρμαρυγή (ΚΜ) είναι η πιο συχνή μορφή σοβαρής αρρυθμίας και χαρακτηρίζεται από γρήγορο, ακανόνιστο καρδιακό ρυθμό που συχνά περιγράφεται από τους ασθενείς ως «φτερούγισμα στην καρδιά». Αν και μερικές φορές είναι παροδική και ασυμπτωματική, η ΚΜ μπορεί να οδηγήσει σε επιπλοκές, όπως εγκεφαλικό επεισόδιο, καρδιακή ανεπάρκεια ή θρόμβωση.
Αίτια της κολπικής μαρμαρυγής
Η ΚΜ συνδέεται με διάφορους παράγοντες. Συχνότερα εμφανίζεται σε άτομα με υπέρταση, καρδιοπάθειες, διαβήτη ή χρόνια πνευμονοπάθεια. Ορισμένες φορές, η κολπική μαρμαρυγή προκαλείται από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, έντονο στρες, έλλειψη ύπνου ή χρήση καφεΐνης και διεγερτικών ουσιών. Η ηλικία αποτελεί επίσης σημαντικό παράγοντα, καθώς η ΚΜ είναι συχνότερη σε άτομα άνω των 65 ετών.
Συμπτώματα
Τα κύρια συμπτώματα περιλαμβάνουν αίσθημα φτερουγίσματος, ακανόνιστο καρδιακό ρυθμό, ζάλη, δύσπνοια, κόπωση και αίσθημα αδυναμίας. Κάποιοι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν πόνο στο στήθος ή λιποθυμία. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις η ΚΜ μπορεί να παραμείνει ασυμπτωματική, γεγονός που καθιστά τη διάγνωση πιο δύσκολη.
Διαγνωστικές εξετάσεις
Η κολπική μαρμαρυγή διαγιγνώσκεται με ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ), το οποίο καταγράφει την ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς. Σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτούνται 24ωρη ή παρατεταμένη καταγραφή με Holter, ηχοκαρδιογράφημα ή εξετάσεις αίματος για τον έλεγχο θυρεοειδούς και ηλεκτρολυτών. Η αξιολόγηση της καρδιακής λειτουργίας και του κινδύνου θρόμβωσης είναι επίσης απαραίτητη.
Θεραπεία
Η θεραπεία στοχεύει στη ρύθμιση του καρδιακού ρυθμού, στην πρόληψη θρόμβων και στην αντιμετώπιση των υποκείμενων αιτίων. Περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, όπως αντιπηκτικά, β-αποκλειστές ή αντιαρρυθμικά, αλλά και επεμβατικές μεθόδους, όπως η καρδιοανάταξη ή η κατάλυση με καθετήρα (ablation). Η υιοθέτηση υγιεινού τρόπου ζωής, η διαχείριση του άγχους και η τακτική παρακολούθηση από καρδιολόγο αποτελούν σημαντικά μέτρα πρόληψης.
Η κολπική μαρμαρυγή είναι μια κατάσταση που μπορεί να διαχειριστείται αποτελεσματικά, αρκεί να αναγνωρίζονται τα πρώτα σημάδια, να γίνονται οι κατάλληλες εξετάσεις και να ακολουθείται η θεραπευτική αγωγή. Η έγκαιρη διάγνωση μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο επιπλοκών και βελτιώνει την ποιότητα ζωής των ασθενών.